United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του, Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του, Κρατείτο χέρι του δαυλί με φλόγα.

«Έτσι, είπαν μέσα τους, μια υπερφυσική μουσική εσκέπαζε το καράβι του Αγίου Βρεντάν όταν αρμένιζε κοντά στα Νησιά της Τύχης απάνω σε μια θάλασσα άσπρη όπως το γάλα». Πήραν τα κουπιά και τράβηξαν γρήγωρα για να φθάσουν τη βάρκα, που πήγαινε στην τύχη και τίποτα δε φαινότανε να ζη μέσα εκτός από τη φωνή της άρπας.

Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι' ενώ οι Μικροχωρίτες έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη-Ηλία, κι' ύστερα τραβήχτηκε σ' ένα στασίδι.

Τρακ! εκρότει η μπαμπακούλα, ο λοβός του αραβοσίτου· εκτινασσόμενος σχασμένος βαμβακόλευκος εκ της τέφρας και κροτών ως αι στράκαι την Μεγάλην Εβδομάδα. — Θάχης πανικά, νήματα, καλούδια, εξηκολούθει η Γερακούλα. Και προς την τρίτην έλεγε: — Εσένα θα σου δώσω, Μυρσινιώ μου, γραμματικό. — Τρακ! εκρότει πάλιν από της τέφρας εκτινασσομένη αφράτη και άσπρη η μπαμπακούλα.

Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ' ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα κ' ένα με τα μίλια τους.

Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.

Με τούτα θέλουν να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελορριζίτες, αφίνοντας το νησί τους για να ζητήσουν στα ξένα τύχη φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και την βάφουν μόλις καλητερέψουν τα οικονομικά τους.

Ποιος ξέρει πού θα με βγάλη αυτός ο δρόμος! είπα μέσα μου. Έκαμα ωστόσο ακόμα λίγα βήματα, ως που έχασα πίσω μου τη μεγάλη στράτα κ' η βοή του κόσμου άρχισε να σβύνεται σταυτιά μου. Μπροστά και πίσω μου έβλεπα μια λουρίδα άσπρη, μονότονη, χωρίς τέλος. Άρχισα να βαρυέμαι και να μου πιάνεται η αναπνοή μου, όχι τόσο απ' τον κόπο, όσο απ' τη στενοχώρια.

Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που εγέννησε το παιδί.