United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι νομίζεις; Αν σ' έβλεπα την ώρα εκείνη και να δω τους σκοτωμένους πεσμένους κάτω, έχω την ιδέαν ότι θα πέθαινα, εγώ που ούτε πετεινόν δεν είδα ποτέ μου να τον σφάζουν. ΛΕΟΝΤ. Τόσον δειλή και μικρόψυχη είσαι, Υμνίς; Εγώ ενόμιζα ότι θα ηυχαριστείσο ν' ακούσης αυτάς τας διηγήσεις.

ΧΗΝ. Τι ήθελες να κάμω; Αφού έβλεπα ότι ήθελες να κόβης κούρες, σ' εβοήθησα. Αλλά συ το παράκαμες. Καλά, έκοψες την κεφαλήν εκείνου του κακομοίρη του Παφλαγόνος• τι ήθελες να την καρφώσης κι' επάνω στη λόγχη και να στάζη πάνω σου το αίμα; ΛΕΟΝΤ. Αυτό αλήθεια είνε βρώμικο, Χηνίδα, και έπρεπε να περιορισθώ εις τα άλλα, τα οποία ήσαν καλά φτιασμένα.

Ήθελα να σ' έβλεπα τότε εις την θέσιν μου, όσον γενναίος και αν φρονής ότι είσαι.

Το ημερολόγιόν μου, που από καιρό το είχα αμελήσει, σήμερα μου έπεσε πάλιν εις τα χέρια, και εξεπλάγην, πώς εν συνειδήσει επροχώρησα εις όλα αυτά, βήμα προς βήμα! Πώς έβλεπα τόσον καθαρά, πάντα την κατάστασή μου, και όμως εφέρθην σαν παιδί· τώρα ακόμη τόσον καθαρά βλέπω, και όμως δεν υπάρχει κανένα φαινόμενον βελτιώσεως. 10 Αυγούστου.

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτουΝικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.

Εγώ το λοιπόν ήμουν πολλά εκστατικός διά το συμβεβηκός που μου έτυχε, και εστοχαζόμουν ένα προς ένα, τα όσα μου είπαν, και όσα εγώ έκαμα, μα το περισσότερον ήτον εκείνο που με εσύγχιζε, πώς να ήτον τρόπος να έβλεπα πάλιν εκείνην την ωραίαν Καλεκάρην.

Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.

Η εγκαταλειφθείσα σύζυγος θα υπέφερε βεβαίως πολύ, αλλ' η υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια αυτής της επέβαλλαν να κρύπτη την λύπην της. Δεν ηδυνάμην να μη την θαυμάσω όταν την έβλεπα να βηματίζη εις την αυλήν πάντοτε μόνη και να περνά πλησίον του απίστου και της ερωμένης του, υποκρινομένη ότι μόνη δεν βλέπει όσα εβλεπον όλοι.

Έβλεπα με τα μάτια ορθάνοιχτα και δεν ήθελα να πιστέψω πώς η θάλασσα εκείνη, ήμερη τόρα, μια νύχτα πριν ήταν τόσο άγρια και μανισμένη· πώς εκείνες οι στεριές τόσο γελαστές, λίγο έλειψε να γίνουν μνήμα μας παντοτεινό κ' εκείνοι οι ολόχρυσοι άμμοι που έλαμπαν αδερφωμένοι με τον ασημένιον αφρό, θα εχρησίμευαν για θλιβερό μας σάββανο! Η γολέτα ήταν Γαλαξειδιώτικη του καπετάν Καρέλη.

Εμπρός, ω βασιλεύ, γενναίε από το φυσικό σου, φέρε σιμά μου τις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάλη καθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω, θα μου φανή να τις έχω εμπρός μου σαν όταν έβλεπα. Τι λέγω; Δεν τις ακούω Αθάνατοι εδώ σιμά μου να χύνουν δάκρυα; Μ’ ευσπλαχνίσθη ο Κρέων κ’ εδώ μου τα ’στειλε τα πλέον αγαπημένα, τα δυό γλυκά παιδιά μου. Λέγω καλά; ΚΡΕΩΝ Σωστά.