Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Έτσι επέρασα εις το γεύμα, κυρ κόκορα. ΠΕΤ. Δεν εκαλοπέρασες, ταλαίπωρε Μίκυλλε, αφού η τύχη σου σ' έρριξε κοντά εις εκείνον τον φλύαρον γέροντα. ΜΙΚ. Άκουσε τώρα και το όνειρον. Έβλεπα ότι ο Ευκράτης ήτο άτεκνος και απέθανε.

Ένα βράδυ, 'ς εκείνην την εποχή, ενώ εγύριζα από τον ελαιώνα, κ' επέρασα απ' την Αγία Αναστασία να κάμω τον σταυρό μου, και να ανάψω τα καντήλια, καθώς ενύχτωνε, άκουσα κάτι κρότους, μα κρότους παράξενους πολύ, 'ς εκείνο το διπλανό το χτίριο με τα μάρμαρα, που λένε πως είναι στοιχειωμένο . . . Πάλι μια νύχτα, έβλεπα στ' όνειρό μου πως βρισκόμουν στο ξωκκλήσι της Αγίας, κ' εκεί είδα τάχα ένα πράμμα παράξενο πολύ, να προβάλη και να βγη έξω και να κυλιστή, από κείνο το στοιχειωμένο χτίριο . . . Και μου εφάνη τάχα, πως ήρθ' ένα κορίτσι ώμορφο, μα ώμορφο πολύ, έλαμπε το πρόσωπό του, και μου έδωκε ένα λουλουδάκι, λευκό, μοσχομυρωδάτο, και μου είπε· «Να, δος το αυτό του γυιου σου, να μυριστή· είναι άνθος της Εδέμ». Έξαφνα, γυρίζει 'πίσω εκείνο το πράμμα, το παράξενο, το μαύρο και κατακόκκινο, που είχε πηδήσει από το χτίριο το παληό, γυρίζει πίσω θεριωμένο και ρίχνετ' επάνω μου κ' εζητούσε να μου αρπάξη απ' τα χέρια το λουλούδι που μου είχε δώσει η ώμορφη κοπέλλα, που φαίνεται να ήτον η Αγία Αναστασία . . . Στην ίδια στιγμή η Αγία φαίνεται πάλι, σαν νάβγαινε απ' την Αγία Πύλη του Ιερού, και μ' ένα κλωναράκι από βάιο που βαστούσε στα χέρια, δίνει μια και του κόφτει το χέρι, του τρισκατάρατου, που γύρευε να μου αρπάξη το λουλούδι . . . Αυτά είδα.

Αλλά πού ύπνος; Το καφενείον εγέμισεν εντός ολίγου Τηνίων ευθυμούντων, και είχομεν όλην την νύκτα μουσικήν, άσματα και ευωχίαν. Μετά πόσης αδημονίας διήλθα την άγρυπνον νύκτα εκείνην ! Τους έβλεπα και τους ήκουα από την σκοτεινήν μου γωνίαν, και η φαιδρότης των μου έφερε δάκρυα, ο δε ήχος των οργάνων μου ενθύμιζεν οιμωγάς και θρήνους.

Ουδέποτε ηρεύνησα περί τούτου. Μ' εθεώρουν ως παράφρονα εκεί και ως τοιούτον με μετεχειρίζοντο. Δεν ηδύναντο να ίδουν τι συνέβαινεν εντός της ψυχής μου, δεν εγνώριζον οποίον βάρος επίεζε την συνείδησίν μου, δεν έβλεπον εκείνοι καθώς έβλεπα εγώ αιωνίως ενώπιόν μου το φάσμα της.

Ζωή του είνε η τρικυμία, το πέλαγο· θάνατός του η γαλήνη. Μην τον αφίνεις να συλλογίζεται τον εαυτό του γιατί τον έχασες. Τους έβλεπα όλους τόρα νευρικούς, ανήσυχους, με κατεβασμένα μούτρα να τριγυρίζουν το μαγεριό. Ήθελαν να εύρουν δουλειά με το φαγί. Μερικοί καθισμένοι στην κουπαστή έπαιζαν πέραδώθε τα γυμνά ποδάρια τους με τόση δύναμι, λέγεις και ήθελαν να τα ξεκλειδώσουν.

Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάλλιο να μην την έβλεπα ποτέ. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ω στρατηγέ. Τότε δεν θα είχατε δει ένα θαυμάσιο έργο τέχνης. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Η Φουλβία πέθανε. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε η Φουλβία. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Η Φουλβία; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε.

Αλήθεια, είπεν ο Αρίγνωτος, και μ' εκύταξεν αυστηρώς, δεν πιστεύεις τίποτε από αυτά, ενώ τα βλέπει όλος ο κόσμος; Σας παρακαλώ, είπα εγώ, ν' απολογηθήτε δι' εμέ, διότι μόνος εξ όλων των άλλων δεν βλέπω τίποτε• αν έβλεπα θα επίστευα και εγώ όπως σεις.

Ήμην ήδη προητοιμασμένος εκ των λόγων των και εκ των πρώτων εις Πειραιά εντυπώσεων, αλλ' εκεί, εις Πειραιά, είδα εν μικρώ ό,τι ενταύθα ήδη έβλεπα. Ευρέθην εντός κόσμου όλως νέου δι' εμέ.

Ατός μου εγώ κηρύττοντας την εξορία εκείνου, που οι αθάνατοι τον φανερώσαν ανόσιον, της γενεάς του Λαΐου βλαστάρι, έτσι κηρύττοντας εγώ το αίσχος ο ίδιος, μπορούσα να τους έβλεπα τους Θηβαίους με μάτια ανοιχτά; Κι αν ημπόραγα τ’ αυτιά να φράξω να μην ακούω, θα το ’καμνα, να γείνω πλέον όχι μόνο θεότυφλος, κουφός να γείνω. Έτσι θενά τ’ απόκλεινα τ’ άθλιο κορμί μου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν