Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της.

Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα. Απ' έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ' απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς.

...Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάη η καρδιά και να ταξιδεύη ο νους, ο άνεμος σα να βούιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ' από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσασμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιώτερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κ' έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Και πολλάκις μεν νομίζω ότι με πολλήν ευχαρίστησιν θα τον έβλεπα να μην υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων αλλ' αν πάλιν εγίνετο τούτο, είμαι βέβαιος ότι πολύ μεγαλυτέρα θα ήτον η στενοχωρία μου, εις τρόπον ώστε δεν ηξεύρω, πώς να κάμω με τον άνθρωπον αυτόν.

Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον.

Εν γένει δεν δύναμαι ν' αρνηθώ ότι πλήρης βαβυλωνία υπήρχεν εις ό,τι έβλεπα. Αλλά προς τι; Μήπως ο κόσμος δεν αποτελείται από όλα τα είδη των ανθρώπων, από όλα τα είδη σκέψεων, από όλα τα είδη συνηθειών και κοινωνικών συνθηκών; Άλλως τε και αρκετά εταξίδευσα διά να δύναμαι να εφαρμόζω το ρητόν του μη εκπλήττεσθαι διά τίποτε.

Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδιαπαντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά.

Ηθέλησα να ίδω καλλίτερον, να κορέσω τους οφθαλμούς μου με της αποξενώσεώς μου το θλιβερόν θέαμα, και πηδήσας την απέναντι του περιβόλου μας φραγήν ανέβην εις τον αμπελώνα, τον οποίον ο δρόμος εχώριζεν από τον κήπον μας. Το έδαφος ήτο ανωφερές, ώστε έβλεπα εκείθεν ολόκληρον την περιοχήν μας.

Παρόμοια έβλεπα εις την Λιβύην, εις την Σκυθίαν και την Θράκην να συμβαίνουν εις τα ανάκτορα, μοιχείας, φόνους, ενέδρας, αρπαγάς, επιορκίας, βασιλείς περιφόβους, προδιδομένους υπό των οικειοτάτων αυτών.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν