United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη βάρκα σου, καπετάν Βασίλη, γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι' άλλη φορά, σαν ξανανταμωθούμε με το καλό. Άνεμον ξαφνικά μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Εσφύριζεν άγριος και ανατάραζε από άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, τόσες ημέρες ξένοιαστα, τ' άρπαξε στην τρελή του δύναμι και τα εσκόρπισε φτερά σε όλο το πέλαγο.

Αν ήναι μόνον το φαγί, τρώγει κανείς και μόνος· του φαγητού καρύκευμα είν' η φιλοφροσύνη·χωρίς αυτήν η συντροφιά δεν έχει νοστιμάδα. ΜΑΚΒΕΘ Εσύ γλυκέ μου σύμβουλε! — Λοιπόν, 'ς την όρεξίν σας εύχομαι χώνευσιν καλήν, και εις τα δύο υγείαν! ΛΕΝΩΞ Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου;

Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. — Έπειτα, προσέθηκε πάλιν απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας πέντε; — Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί; — Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης; — Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς. Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·

Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να κοιμηθώ αναπαυμένος.

Σιμά εις αυτόν εκάθητο η θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον.

Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά θυμωμένη, και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον τούτων των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν μας και την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω, ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν αυτοί δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε ότι ένας ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων· ας ζήσουν και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να σταλούν διά να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να στέκωνται ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον κοπιαστική με θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά.

Έχεις την χαίτη λειονταριού και το κεντρί της σφήκας; έχεις πτερά του παγονιού και του στρουθοκαμήλου, ή του προβάτου το μαλλί, το γάλα της κατσίκας, τα δόντια του ελέφαντος, το στόμα κροκοδείλου; Έχεις το χιλιμίντρισμα εκείνο της φοράδας; έχεις λαγού περπατησιά και κάβουρα ποδάρια, ή του ξιφία την ουρά, ή καν της σουσουράδας, ή καν της πίνας το φαγί και τα μαργαριτάρια;

Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο! — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο! — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!

Οι δύο μας στο κάσαρο του «Αϊνικόλα» εκουτσοπίναμε χιώτικη μαστίχα κ' ερρουφούσαμε το τσιμπούκι, προσμένοντας ανυπόμονα το φαγί. Τρεις ημέρες τόρα μας έδενεν εκεί, τον «Ταξιάρχη» το μπρίκι μου και το μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα κουραστική γαλήνη. Αλλά δεν είμαστε μόνοι. Μπάρκα, γολέτες, σκούνες, μπρίκια, τρεχαντήρια, νάβες έστεκαν σκόρπια εμπρός στην Τρωάδα. Κάπου τριάντα κομμάτια ολάρμενα.