United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μέγα ορμητήριόν των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενου Αετοφωληά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όμως όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου. Εφώναζα ως τρελλός. — Μοσχούλα! . . . πού είν' η Μοσχούλα;

Και όμως αισθάνεται όλους τους πόνους, όλας τας αγωνίας του τοκετού· βάλλει εν γνώσει το σπαραξικάρδιον εκείνο μπεεε! περιστρέφει ανησύχως, ικετευτικώς το βλέμμα της, αναζητούσα ματαίως άλλο βλέμμα, από του οποίου ν' αρυσθή το θάρρος και την αφοσίωσιν! Ούτως εσκέπτετο η Γαλανή· ηγάπα τας κατσίκας της ως τον εαυτόν της, ως θα ηγάπα τα παιδιά της αν είχε. Και διά τούτο περί όλων είχε φροντίσει.

Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν, είτε όχι την φωνήν της κατσίκαςμάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς . . . — είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου . . . Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά μου εκάμφθησαν.

Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα . . . Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν! . . . Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον . . . Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου.

Όταν προ ολίγων μηνών απέθανεν ο συχωρεμένος ο γέρω-Γκόρας, δεν της αφήκεν ειμή την αχυρίνην καλύβαν του εις μίαν ράχην του Άι-Γιώργη, δύο καρδάρες, δέκα χονδρά κουδούνια, δύο τσαντίλες, τρεις αγκλίτσες καλές από ξύλον αγριαπιδιάς και δέκα κατσίκας εγκύους.

Επειδή μεθ' όλας τας παρακλήσεις της αι ημέραι του Γεννάρη εξηκολούθουν νιφετώδεις και παγεραί, έφερε τας κατσίκας εντός της καλύβας, όπου εκοιμάτο, ήναψε πυράν εις το μέσον και ήρχισεν αυτή, ως μαία, να τας βοηθή εις τον τοκετόν. Μετ' ολίγον η καλύβα εγέμισεν από μικρά κατσικάκια, τα οποία την εξεκώφαναν από τα βελάσματα. Αλλά δεν ήτο μόνον να γεννηθούν, έπρεπε να ξεπεταχθούν κι' όλα.

Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη . . . Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην ότι ήτον φόβος να με ιδή, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.

Και τι δεν έκαμαν; Αι νεώτεραι, πηδώσαι με ευστροφίαν κατσίκας, τα γλυστερά βράχια, εύγαζαν πεταλίδες, αχινούς, καβούρους· ο Αντωνέλλος, οπού είχε το καμάκι του, έπιασε δυο τρία χταποδάκια και με φωνές, με γέλοια, με τραγούδια, με αδιάπτωτον ευθυμίαν, εδιάλεξαν ένα ωραίο μέρος, μίαν γελαστήν αμμουδιάν, άπλωσαν εκεί τα πολυποίκιλλα ορεκτικά τους και ερρίφθησαν επ' αυτών με όρεξιν, μόνον εις τα νέα χρόνια γνωστήν.

Η χάλαζα εν τούτοις εξηκολούθει ραγδαία και αδιάκοπος· παχεία ως κάρυον, έπιπτε κροτούσα επί των πόλεων και των χωρίων, επί των φυτειών και των σπαρτών και των δένδρων, προ πάντων όμως πυκνή, πυκνοτάτη επί του λόφου και της καλύβας της γρηά Γαλανής. Εβράχη, ως και η γλώσσα της πτωχής μέχρις ου δυνηθή να βάλη εις το μανδρί τα κατσίκια και τας κατσίκας της.