United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205 και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα, εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210 όπως και οι δυοτην κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν

Τότε έκραξε δύο σκλάβους και τους λέγει· πιάσετέ την, βάλλετέ την κατά γης γυμνήν με το υποκάμισον και δώσατέ της εις το στήθος και εις τα μηριά τόσες ραβδιές, έως που να τρέξουν τα αίματα· έπειτα να την αποκεφαλίσατε και να την ρίξητε εις τον Τίγρην ποταμόν. Και όταν οι Αραπάδες άρχισαν να με δέρνουν, εφώναζα έλεος και συμπάθειαν.

Ακούσας ταύτα, την αφήκα δεμένην και αναβάς εις την στέγην εφώναζα και εκάλουν τους συντρόφους μου. Όταν δε ούτοι ήλθαν, διηγήθην τα πάντα, έδειξα εις αυτούς τα οστά και τους ωδήγησα μέσα προς την δεμένην γυναίκα. Αυτή όμως μετεβλήθη αμέσως εις νερόν και εξηφανίσθη. Τότε εγώ εβύθισα το ξίφος μου εις το νερόν διά να ίδω τι θα συνέβαινε• και το νερόν έγεινεν αίμα.

Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολι αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστειας κ' εδίψαγα φοβερά. Εφώναζα νάρθη κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Η γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρας τους, στην εξοχή, κι' άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν.

Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.

Το μέγα ορμητήριόν των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενου Αετοφωληά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όμως όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου. Εφώναζα ως τρελλός. — Μοσχούλα! . . . πού είν' η Μοσχούλα;

Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ μετη βρύσι, Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! Πήγαινέ μετο νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλόςτα ξυπνητά μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου. Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.

Ό,τι και αν έκαμνα και όσον και αν εφώναζα δεν θα κατώρθωνα τίποτες, εν ω αν εσώπαινα, ημπορούσε να γίνη κάτι για μένα, ως π. χ. να βάλουν την κόρη μου χάρισμα εις το φρενοκομείο, δεν αποκρίθηκα τίποτες, γιατί την απόφασί μου την είχα πάρη. Έγραψα του πεθερού μου να φροντίση, όσο πτωχός και αν είνε, για την κόρη του και την εγγονή του.

Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου.