United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας με συνοδεύση είς εκ των υπηρετών τούτων του πατρός μου εις τον λειμώνα της Αρτέμιδος, όπου θα σφαγώ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λοιπόν, παιδί μου, φεύγεις ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Διά να μη επιστρέψω πλέον. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και αφίνεις την μητέρα σου ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Το βλέπεις, χωρίς να ήσαι αξία τοιούτου κακού. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Στάσου, μη μου φεύγεις. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Παύσε, μητέρ μου, τα δάκρυα.

Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος, Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι, Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγειςτην καλή σου. Κοιμάται. Κ' η Πεντάμορφητα παραθύρια βγαίνει, Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει. Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο, Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.

Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου και την σκιάν μου λευκήν. Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον. Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην: — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού.

Και το καλό που σου συμβαίνει αυτη τη στιγμή είναι το πως, ανΤι να σε μαλλώσω για δεύτερη φορά, γι' αυτά που λες, προτιμώ να βγω όξω. ΓΙΑΓΙΑ Φεύγεις παιδί μου : ΦΙΝΤΗΣ Ναι, πάω στο εργοστάσιο. Θέλω να ρίξω μια ματιά στο γραφείο. Θα σου πω, γιαγιά μου, ένα πράμα, μα να μη με μαλλώσης. ΓΙΑΓΙΑ Μα γιαΤι να σε μαλλώσω; Είναι κακό αυτό που θέλεις να μου πης; ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν ξέρω.

Αλλ' αν, ενώ την φεύγεις, αγριευμένον πέλαγος εμπρός σου αντικρίσης, θα προτιμήσης να στραφήςτα 'δόντια της αρκούδας. Όπου νους ήσυχος, εκεί ευαίσθητον το σώμα. Αλλά εγώ εις την ψυχήν ανεμοζάλην έχω, που κάθε άλλο αίσθημα και πόνον καταπνίγει, εκτός ενός, οπού πονεί εδώ.., Αχαριστία, αχαριστία των παιδιών προς τον πατέρα!

Τότε θα καμαρώσης για το ωραίο σου κατόρθωμα. Τι με αγριοκυτάζεις και τρίζεις τα δόντια; Αν έχης τίποτε να με κατηγορήσης, να το πης, και αυτή η Πυθιάς ας μας κρίνη. Πώς χωρίς να μου δώσης καμμίαν απάντησιν φεύγεις και μ' αφήνεις; Βλέπεις, Πυθιάς, τι τραβώ απ' αυτόν τον Λυσίαν; ΠΥΘΙΑΣ. Τι σκληρή καρδιά, να μη τον συγκινούν τα δάκρυα της. Είνε πέτρα και όχι άνθρωπος.

Καιγώ, καιγώ το σίδηρον Γυρεύω· ποίος μου δίδει Τας βροντάς του πολέμου; Ποίος μ' οδηγεί την σήμερον Εις τον αγώνα; Φοβερόν, μυσαρόν θρέμμα σκληράς Ασίας, Ωθωμανέ, τι μένεις; Τι 'νοείς; τι δεν φεύγεις Τον θάνατόν σου; Έφθασ' η ώρα· φύγε, Ανέβα την αγρίαν Αραβικήν φοράδα· Νίκησον εις το τρέξιμον Και τους ανέμους.

Επειδή δε τούτο εξηκολούθει επί πολύν χρόνον, ο Δαρείος έπεμψεν ιππέα προς τον βασιλέα των Σκυθών Ιδάνθυρσον και είπε τα εξής· «Ω κάκιστε άνθρωπε, διατί φεύγεις πάντοτε, ενώ από σου εξαρτάται να πράξης έν εκ των δύο; Νομίζεις ότι είσαι ικανός να εναντιωθής εις την δύναμίν μου; στήθι, παύσον να πλανάσαι και πολέμησον.

Φεύγεις, φεύγεις, Δεληγιάννη, και μας πας στο Βερολίνον, Για να είπης τας δικαίας απαιτήσεις των ελλήνων, Και ο κάθε έλλην τόρα με γλυκύτητα προφέρει Το μεγάλον όνομά σου, και πηδά ψηλά και χαίρει. Μα κι' εγώ μαζύ με όλους σαν θεότρελος γελώ Και φωνάζω «Δεληγιάννη, κατευόδιο σου καλό

Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.