United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΔΓΑΡ Δος μου το χέρι σου εδώ. Ακόμη ένα βήμα κ' είσαιτην άκρην του κρημνού. Δεν ήθελα να κάμω αυτό εδώ το πήδημα διά τον κόσμον όλον! Μέσα εδώ διαμαντικό θα εύρης, που αξίζει να το χαρή κάθε πτωχός. Και οι θεοί κ' αι Μοίραις να δώσουν καλορρίζικον το δώρον μου να είναι. Πήγαινε τώρα μακρυά. Αποχαιρέτισέ με. Παρακαλώ ν' μακρυνθής· ν' ακούσω ότι φεύγεις. ΕΔΓΑΡ Ώρα καλή, αυθέντα μου!

Τώρα, την έχασα διά παντός! Ω Κορδηλία, στάσου, μη φεύγεις, Κορδηλία μου, ακόμη... Α! Τι λέγεις... Ήτον γλυκειά, ήτον σεμνή και ήσυχη η φωνή της, και είναι τούτο στολισμός μεγάλοςτην γυναίκα!... Εκείνον οπού σ' έπνιξε του πήρα την ζωήν του! ΑΞΙΩΜ. Αλήθεια. Τον εφόνευσε; ΛΗΡ Δεν είν' αλήθεια; Πε το! Ήτον καιρός που έφθανε το κοπτερόν σπαθί μου να κάμη όλους να πηδούν!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μείνε· διατί φεύγεις ; Δος μοι την χείρα σου ως πρωτόλειον του ευτυχούς σου γάμου. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Τί λέγεις ; Εγώ να σοι δώσω την χείρα μου ; Αλλά εντρέπομαι τον Αγαμέμνονα να εγγίσω ό,τι δεν μοι επιτρέπεται. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Διατί δεν σοι επιτρέπεται, αφού λαμβάνεις εις γάμον την θυγατέρα μου, υιέ της θαλασσίας θεάς Νηρηίδας ; ΑΧΙΛΛΕΥΣ Περί ποίου γάμου ομιλείς ; Εκπλήττομαι, βασίλισσα.

Κρασί χρειάζουμαι·μα χτες και προχτές ετρύγησες. Λύκος μ' εκυνηγούσε·και που είναι οι πατημασιές του λύκου; Ήρθα να κυνηγήσω τα πουλιά·γιατί λοιπόν αφού κυνήγησες δε φεύγεις; Να ιδώ τη Χλόη θέλω·μα ποιος το λέει έτσι φανερά στον πατέρα και τη μάννα κόρης; Ο φταίχτης δα παντού σωπαίνει· κι από όλα τούτα τίποτε δεν είναι δίχως υποψία. Καλύτερα λοιπόν να σωπαίνω.

Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.

Μετ' ολίγον αισθάνομαι το χέρι του φίλου μου να σφίγγη τον ιδικόν μου με δύναμιν έκτακτον. — Τι μου φεύγεις; λέγε, τελείωνε, με είπεν υποκώφως, προσπαθών να με ιδή κατά πρόσωπον. Εμάντευσα ότι τα εννόησεν όλα και ησθάνθην άπειρον οίκτον . . . .. Ήκουα την διακεκομμένην αναπνοήν του και στραφείς τον ητένισα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα . . .

Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου... μου πιάνεται η καρδιά μου... γύρευε πότε θα σε δω... Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι: — Δε φεύγεις τόρα... πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι.... — Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια... Κι άρχισε να την ξαναφιλή. Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα.