United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Τι δε θ' απήντων εξ άλλου ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, εάν παρουσιάζετο κανείς εις αυτούς λέγων ότι γνωρίζει να κάμνη περί μικρού πράγματος λόγους υπερβολικά μακρούς και περί μεγάλου πάρα πολύ μικρούς, όταν δε θέλη, να κάμνη ώστε οι λόγοι του να κινούν τον οίκτον και τουναντίον πάλιν τον φόβον, και να δεικνύουν απειλήν και πολλά άλλα παρόμοια, και διδάσκων αυτά να νομίζη ότι παραδίδει ποίησιν τραγωδίας;

Και αυτή, ικέτις προ εμού, θα μοι είπη:— Πατέρα μου, θέλεις λοιπόν να με θανατώσης συ; Αυτός είναι ο γάμος, τον οποίον μοι ητοίμαζες; Ω! είθε και συ και πας φίλτατός σου τοιούτους γάμους να τελέσητε. —Και ο Ορέστης μου παρών θα κλαίη χωρίς να εννοή, νήπιον ακόμη το πτωχόν. Ω, εις ποίαν φρικώδη συμφοράν μ’έρριψε του Πάριδος ο γάμος ! ΧΟΡΟΣ Τον ακούω και οίκτον δι' αυτόν αισθάνομαι.

Δι' εμέ η μόνη θεότης είσαι συ· Ήθελα να περιπτυχθώ τους πόδας σου, να σου δώσω όλην την λατρείαν μου . . . Εις σε, ω τρις θεσπεσία! δεν ηξεύρεις, δεν δύνασαι να ηξεύρης μέχρι ποίου βαθμού σε αγαπώ . . . Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν εις την Λίγειαν ως βλασφημία και όμως δεν ηδύνατο να μη έχη οίκτον προς αυτόν και τους πόνους του.

Αφού λοιπόν τα εντός της ψυχής συμβαίνοντα είναι τριών ειδών, δηλαδή πάθη, δυνάμεις και καταστάσεις, η αρετή είναι πιθανώς κάτι από αυτά. Θεωρώ δε ως πάθη την επιθυμίαν, την οργήν, τον φόβον, το θάρρος, τον φθόνον, την χαράν, την φιλίαν, το μίσος, τον πόθον, την ζηλοτυπίαν, τον οίκτον και εν γένει όλα, όσα παρακολουθεί η ηδονή ή η λύπη.

Εκτός τούτου ημπορούν και να διδάξουν έναν άνθρωπον να υπερασπίζεται τον εαυτόν του ενώπιον των δικαστηρίων, εάν κανείς ήθελε τον αδικήση. Τα λόγια μου φαίνεται αυτά επροκάλεσαν τον οίκτον των δύο αδελφών· εγύρισαν συγχρόνως και εκύτταξεν ο ένας τον άλλον και εγέλασαν· και ο Ευθύδημος είπε: — Δεν καταγινόμεθα πλέον, Σωκράτη, με αυτά, αλλά τα έχομεν έτσι μόνον ως πάρεργα.

Σκυλί σου είμαι, γαττί σου είμαι, αφέντη, μη μου παίρνης το κορίτσι μου. Ειδεχθώς κωμική ήτο η σκηνή αύτη της γονυκλισίας και των ικεσιών του Γύφτου. Οι παρεστώτες δεν ηδύναντο ουδέ να γελάσωσιν, ησθάνοντο δε οίκτον και αποστροφήν. Ο αρχηγός έμεινεν άκαμπτος και δεν απήντησεν εις τας τελευταίας ικευτικάς λέξεις.

Αλλά το βλέμμα της νύμφης, καίπερ μειδιών, δεν έλεγε τούτο· εξέφραζε μάλλον οίκτον εκ συγκαταβάσεως και χαρίεσσαν περιφρόνησιν. Μετ' ολίγον δε τω είπε και διά λέξεων τα αυτά περίπου. Η φωνή της ήτο γλυκεία και συμπαθής. Ο Αννίβας ήκουεν αυτήν απλήστως, προσέχων μάλλον εις τον ήχον ή εις την έννοιαν των λέξεων.

Το εκ σταυρών δάσος ήτο τόσον πυκνόν, ώστε οι υπηρέται μετά δυσκολίας διήρχοντο μεταξύ των δένδρων τούτων. Ο πέριξ γύρος είχε πληρωθή κυρίως από γυναίκας. Ουδείς ακόμη εκ των μαρτύρων είχεν εκπνεύσει, αλλά τινές εξ εκείνων οίτινες, είχον σταυρωθή πρώτοι, ήσαν λιπόθυμοι. Ουδείς εγόγγυζεν, ουδείς εζήτει οίκτον.

Αυτά εσυλλογίζετο, αυτά εμελέτα συχνά, πειραζόμενος από την πληθύν των καπνιστών, μεταξύ των οποίων επρώτευε και οίτινες ωσάν να τον έβλεπον τώρα με κάποιον οίκτον.

Εκείνη ύψωσε δειλά την κεφαλήν και το βλέμμα . . . Ο Κλέων έρρηξε κραυγήν άλγους . . . . Ενώπιόν του ίστατο η σύζυγός του, ή μάλλον ένας σκελετός ρακένδυτος, εμπνέων οίκτον . . . . Έκαμεν έν βήμα εμπρός ακόμη, αλλοφρονών και τείνων τας χείρας, ως ενώπιον φάσματος . . . . Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα, στιγμαί αγωνίας, καθ' ας ο Κλέων εζήτει να συγκρατήση τας σκέψεις του . . .