Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Να το· είπεν ο Γιάννος, ιστάμενος και τείνων προς αυτήν την κτέναν. Η Μάρω ώρμησε μετά βίας επ' αυτού, και συνέλαβεν εντός των βραχιόνων της τον Γιάννο, εκφέρουσα φωνάς θριάμβου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ούτος ολισθήσας, ως χέλι από τας χείρας της, έφυγε μακράν, κρυβείς όπισθεν των μεγάλων δένδρων του κήπου. Η Μάρω απεφάσισε να καταδιώξη αυτόν και εκεί.

Αυτός είνε ο λόγος διά τον οποίον ο έρως των ανθρώπων προς αλλήλους είνε έμφυτος, ως τείνων να επαναφέρη αυτούς εις την αρχικήν κατάστασιν και επιχειρών να κάμη τους δύο ένα και ιατρεύση την ανθρωπίνην φύσιν. Καθένας λοιπόν από ημάς είνε μία τσέτουλα ανθρώπου κομμένου, ωσάν ήμισυ σπάρου ανοιγμένου εις δύο, ζητεί επομένως πάντοτε το ήμισύ του.

Ο νεώτερος, πρώτος βαδίζων, εισήλθεν εις το μονοπάτι αυτό, επιστρεφόμενος κατά πλευρόν και τείνων την χείρα εις τον γέροντα, όστις εκράτει εκ του αριστερού βραχίονος τον σύντροφόν του, και μόλις διακρίνοντες τα αντικείμενα, πότε προσκόπτοντες επί ξηρών στελεχών ή λίθων, επροχώρησαν επ' ολίγα λεπτά της ώρας εντός του δάσους.

Υπάγωμεν, εψιθύρισεν ο άνθρωπος εκείνος, τείνων την χείρα του προς την Αϊμάν. — Υπάγωμεν, είπεν η νέα, λαβούσα την χείρα του.

Ύψωσε μετά τρόμου τους οφθαλμούς, αλλά δεν επρόλαβε να αναγνωρίση τον Μάχτον. Η λυχνία πεσούσα εκ της κόγχης, εφ' ης έκειτο, συνετρίβη, και σκότος βαθύ κατέστη εντός του σπηλαίου. «Θάρρος», έκραξεν ο Μάχτος, τείνων την χείρα. Εγώ είμαι, Αϊμά!» Η νεάνις απήντησε διά βαθέος στεναγμού, «Θάρρος», επανέλαβεν ο Μάχτος. Αλλ' η κόρη είχε χάσει τας αισθήσεις της και ελιποθύμησεν.

Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν: — Πάρε, αδελφέ μου, πάρε! Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού. — Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να κηρυχθή εις πτώχευσιν.

Βλιθρούδης εν Μοσχάβη», απεκρίθη έκπληκτος ο γέρων, τείνων τον τρέμοντα δάχτυλον προς ανατολάς.— «Ευχαριστώ», απήντησεν η Ιωάννα, και σφίγξασα της εσθήτος τον ζωστήρα ηκολούθησε την υποδειχθείσαν διεύθυνσιν, σπεύδουσα εις κατάκτησιν των αγαθών, άτινα υπεσχέθη αυτή η αγία Λιόββα.

Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης. — Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη, και . . .

Αντικρύ μας εφαίνετο η Χίος, κεκαλυμμένη υπό διαφανούς πρωινής ομίχλης. Μακράν δε, προς τ' αριστερά, ο πατήρ μου τείνων σιωπηλώς την χείρα μου έδειξεν, ως σμήνος λευκών περιστερών, σειράν ιστίων επικαθημένων επί του ορίζοντος.

Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο Θοδωράκης. — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου. — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής. — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην. — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν