United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην ξέρεις τίποτα κακό για τα παιδιά ή για μένα; μην άκουσες εσύ καμιά πικρή είδηση απ' τη Φτία; Ωστόσο ζει ο Μενοίτης λεν, τ' Αχτόρου ο γιος, ακόμα, ζει κι' ο Πηλιάς, του Αιακού ο γιος, μες στα βουνά μας, 15 που να κλαφτούμε, αν πέθαναν, βαριόκαρδα κι' οι διο μας. Μα πες τι κλαις, να ξέρουμε κι' οι διο μας, μην το κρύβεις19

Να το· είπεν ο Γιάννος, ιστάμενος και τείνων προς αυτήν την κτέναν. Η Μάρω ώρμησε μετά βίας επ' αυτού, και συνέλαβεν εντός των βραχιόνων της τον Γιάννο, εκφέρουσα φωνάς θριάμβου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ούτος ολισθήσας, ως χέλι από τας χείρας της, έφυγε μακράν, κρυβείς όπισθεν των μεγάλων δένδρων του κήπου. Η Μάρω απεφάσισε να καταδιώξη αυτόν και εκεί.

Επίστευσεν ίσως ότι έπραττε φιλανθρωπίας έργον, απαλλάττων το αθώον εκείνο πλάσμα μακράς και φρικώδους βασάνου. Ακολούθως κρυβείς εν Ρόδω ο φιλόσοφος ήκουσε την περί της διασώσεως αυτής φήμην. Τότε κατενύγη την καρδίαν, και δελεάσας διά χρημάτων τους φρουρούς εισήλθε διά νυκτός εις το νοσοκομείον, όπου ευρίσκετο η μικρά, ελπίζων να πείση την νοσοκόμον όπως τω αποδώση αυτήν.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τι τάχα συ περίμενες που 'ριξες το παιδί σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Επίστευα πως ο θεός θα σώση τη γενειά του. Αχ! του σπιτιού σου τη χαρά ποιά συφορά τη δέρνει! ΚΡΕΟΥΣΑ Τι κρύβεις το κεφάλι σου και κλαις, ω γέροντά μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού βλέπω τον πατέρα σου και σε δυστυχισμένους. ΚΡΕΟΥΣΑ Έτσ' είν' ο κόσμος• τίποτε στη θέσι του δεν μένει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, τώρα η λύπες, κόρη μου, ας μη μας παρασέρνουν.

Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου.

Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί. — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα κρύβεις; — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω. — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος τους βραχίονας. — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι; — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι λες; Καλά γνωρίζοντας τα πάντα κρύβεις; Μας καταστρέφεις, μα το ναι, και μας προδίδεις. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τον εαυτό μου δεν ποθώ και σε να θλίψω. Τι λοιπόν μάταια μ’ ερωτάς και μ’ εξετάζεις, αφού είναι αδύνατο από μέ κάτι να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ελεεινότατε άνθρωπε, που κ’ έναν βράχον μπορείς να οργίσης, δεν θα πης ό, τι ρωτούμε, αλλά έτσι αδάκρυτος, αλύγιστος θα μείνης;

Σωκράτης Αλλ' αφού πρώτα μου δείξης, αγάπη μου, τι άραγε έχεις εις το αριστερόν χέρι κάτω από το ιμάτιον· διότι υποψιάζομαι ότι κρύβεις τον ίδιον τον λόγον. Και εάν το επέτυχα, πρέπει να κάνης την εξής σκέψιν περί εμού, ότι καίτοι σε αγαπώ πάρα πολύ, δεν θα παραδεχθώ όμως, ενώ είναι παρών ο Λυσίας να παρέχω τον εαυτόν μου εις σε διά ν' ασκήσαι εις τας μελέτας σου επάνω μου.

Κι' όμως εγώ όταν βρεθώ στο άνυδρο το Άργος εκείνος με φιλοξενεί και με περιποιείται. ΧΟΡΟΣ Αφού όμως είναι φίλος σου όπως τον λες, τι κρύβεις τη συμφορά σου απ' αυτόν και δεν την φανερώνεις; ΑΔΜΗΤΟΣ Αν μάθαινε τον πόνο μου, θα ήθελε να μείνη; Ξέρω πως ό,τι έκαμα θα σας φανή μια τρέλλα, και δεν θα μ' επαινέσετε. Μα το δικό μου σπίτι δεν έμαθε τους ξένους του να διώχνη, ν' ατιμάζη,

Μην τα ξεσυνερίζεσαι του Πανουριά τα λόγια. Θυμήσου, Διάκε, μοναχά πως άδειασεν η φλέβα Του δύστυχου του γένους μας, και μια ρανίδα τώρα, Αν στάξη από το αίμα μας ’ς τη γη χωρίς ελπίδα, Αντί νάναι μνημόσυνο, μπορεί νάναι κατάρα. Ξέρω τι κρύβειςτην καρδιά, γνωρίζω τι θα κάμης.... — Ποιος μ' εμαρτύρησεεσάς;