Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Αλήθεια, ήτο μικρό, πολύ μικρό· μέσα εις την τόση πείνα όπου είχαν, ποιος να φάγη να γιατρευθή και ποιος να φάγη να 'γειάνη; αλλ' από τίποτε, καλό κι' αυτό. . . Και η Μάρω έβαλε την χείρα εις τον κόλπον της και το εξήγαγε μετά χαράς. — Δικό σου, Γιάννο μου· είπε, προσφέρουσα αυτό εις τον αδελφόν της. — Ψωμί; α, όχι· είνε δικό σου. — Εγώ δεν πεινάω.
Αλλ' επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ' αυτής. . . — Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά. — Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή. — Γιατί; ποιος σ'έδεσε; — Η μάνα μας. — Η μάνα μας!. . . και γιατί;
Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξιν — Γιατί, Γιάννο μ', δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως. — Δεν είν' ανάγκη να μάθης, δεν κάνει· είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν 'μπορής βγάλε με από 'δώ. Κ' εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου.
Αφ' ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τόρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς. — Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.
Και τόρα, ενώ έστριφε την μέταξαν, παρετήρει αδιακόπως τα δύο παιδία, προσέχουσα και εις τας ελαχίστας κινήσεις και εις τους απλουστέρους λόγους των: — Κύτταξε· θα σε βγάλω να παίξης με τη Μάρω, είπεν εις τον Γιάννο όταν επήγε να τον απολύση· μα μην της ειπής λόγο γιατί φίδι που σ' έφαγε!
Και όμως η Κυρά Ρήνη γελά διά τούτο· τι ελαφρή καρδιά! χάνει κανείς ένα πετεινάρι και κάμνει τ' αδύνατα δυνατά διά να το εύρη και λυπείται και στενοχωρείται και όχι ένα άνθρωπον εκεί, ένα παλληκάρι!. . . Αλλά την γνωρίζει καλά την μητέρα της- πάντα κακή, πάντα αδιάφορος εφέρθη προς τον Γιάννο από τα μικρά του χρόνια ακόμη.
Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ' ήσυχος διά το μέλλον. . « Ο Γιάννος πάει 'ς τα βουνά κ' η Μάρω πάει 'ς τους κάμπους ». — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . .
Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.
Η Μάρω θα παρεκάλει επιμόνως την μητέρα της να της δώση τον Γιάννο να παίξη ολίγον, εκεί δε εις την αυλήν, θα της ήρπαζε κάτι ο Γιάννος κ' επιτηδείως μικρόν κατά μικρόν, θ' απεμακρύνοντο των βλεμμάτων της μητρός των. — Τόρα να σε ιδώ, να σε ιδώ πολύ, είπεν η Μάρω περιπαθώς. — Κ' εγώ.
Διά μέσου των φλογών διέκρινεν ήδη τον Γιάννο και την Μάρω, τα δύο αθώα πλάσματα, πλανώμενα διά μέσου ερεβώδους σκότους επί ερήμου και αμμώδους πεδιάδος. — Α, 'ς τανάθεμα! εφώναξε θριαμβευτικώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν