Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι, Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους, Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν; Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι, Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη; Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας, Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα; Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας, Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη; Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη; Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο; Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα : —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.

Κατ' αρχάς ανεκίνει με χάριν το λιγυρόν σώμα και την ωραίαν κεφαλήν της, ίνα αποτινάσση την χιόνα· αλλά μετά μικρόν κουρασθείσα και κατατρυχομένη υπό του ψύχους, την αφήκε να προσκολλάται επάνω της ελευθέρως. — Τι φοβερό! τι φοβερό πράγμα! όλοι μας ελησμόνησαν εψιθύρισεν ο Γιάννος κλαυθμηρώς. — Όχι και ο Θεός, Γιάννο μου· είπεν η Μάρω με γλυκείαν φωνήν

Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια, Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι, Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα, Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη : Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!

Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το έν του άλλου μετά θέρμης. — Γιάννο μου, σ' επεθύμησα. — Κ εγώ, Μάρω μου. . . Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα.

Ο Γιάννος τρέχει σπίτι του το γάμο να ετοιμάση, Τρέχει κι’ η Μάρω από κοντά, πνιγμένη στην αγάπη, Και τη στιγμή, που αντίκρυσαν τ’ αγαπητό τους σπίτι, Ακούνε μαύρα κλάματα, καθάρια μυριολόγια.... Του Γιάννου η μάννα μύρονταν κι’ αυτή μυρολογούσε... Σαν περδικούλα θλίβονταν, σαν το παππί μαδυώνταν, Σαν του κοράκου τα φτερά τη φορεσιά της είχε.... Για το παιδί της θλίβονταν, τον ξακουσμένο Γιάννο, Που είταν χαμένος κι’ άφαντος τρεις μήνες στην αράδα.

Ημέραν καθ' ημέραν ησθάνετο το θάρρος του ελαττούμενον προέβλεπεν ήδη το μέλλον φρικιών· θα ηγωνίζετο, θα ηγωνίζετο αλλ' επί τέλους θα υπέκυπτεν! — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο! ηκούσθη πάλιν υποτρέμουσα η φωνή της Μάρως, επανελθούσης εις την οπήν. Ο Γιάννος ανεπήδησεν εις την φωνήν και λησμονήσας ότι ήτο δεμένος ηθέλησε να σηκωθή.

Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

Τι θα εγίνετο εάν έμενε μίαν ολόκληρον νύκτα εν μέσω της ελώδους εκείνης ερήμου, των δηλητηριωδών αναθυμιάσεων; πώς θα επεριπάτει εν τη σκοτία εκείνη, άνευ ουδενός ερείσματος κ' έχουσα τον Γιάννο εις τοιαύτην αξιοθρήνητον κατάστασιν;. . .

Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε. Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ' εαυτήν, αλλά ν' αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον

Ξεδοντιασμένο κι’ άχαρο και μέσα γυρισμένο Τόσο, που λίγο θέλανε να γλυκοφιληθούνε Το σεβλερό πηγούνι της με την κυρτή της μύτη. Το κοπιασμένο της κορμί σ’ ένα ραβδί κουμπούσε Κι’ απάνω από τ’ ακάθαρτο και τρύπιο της φακιόλι Πετούσαν έξω σύσκλυδα τα κάτασπρα μαλλιά της.... Λέγει στο Γιάννο : — Τι έπαθες; τι δυστυχία σ’ ηύρε.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν