United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' αρχάς ανεκίνει με χάριν το λιγυρόν σώμα και την ωραίαν κεφαλήν της, ίνα αποτινάσση την χιόνα· αλλά μετά μικρόν κουρασθείσα και κατατρυχομένη υπό του ψύχους, την αφήκε να προσκολλάται επάνω της ελευθέρως. — Τι φοβερό! τι φοβερό πράγμα! όλοι μας ελησμόνησαν εψιθύρισεν ο Γιάννος κλαυθμηρώς. — Όχι και ο Θεός, Γιάννο μου· είπεν η Μάρω με γλυκείαν φωνήν

Το ιδικόν των χωρίον είχε διαμείνει μέχρι τούδε σώον, αλλά πώς ηδύναντο οι δυστυχείς να είναι και περί του μέλλοντος ήσυχοι; Μη το θολόν Ποτάμι δεν είχε διαφύγει επίσης την πρώτην των Τούρκων προσβολήν; Ότε προ δύο ετών είχον επιπέσει κατά της νήσου και την εξωλόθρευσαν όλην, ηλέησαν ή ελησμόνησαν την μεσημβρινήν ταύτην άκραν της, οι δε χωρικοί ενόμισαν ότι ο κίνδυνος παρήλθε πλέον, ότι εκορέσθησαν οι σφαγείς αρκούντως και ότι η νήσος επλήρωσεν ήδη ικανώς τον φόρον του αίματος.

Τότε οι πίθηκοι ιδόντες τα καρύδια ελησμόνησαν τον χορόν και αντί χορευτών έγιναν εκ νέου πίθηκοι και ήρχισαν να σχίζουν τα προσωπεία και τα ενδύματά των και να μάχωνται μεταξύ των περί του ποίος ν' αρπάση τα καρύδια• ούτω δε ο θίασος των χορευτών διελύθη και οι θεαταί εγέλων.

Η Κ. Minelli ως οδαλίσκη και η Κ. Νeuville ως folie ήσαν επίσης κομψόταται, και πολλοί των θεατών ελησμόνησαν το άσμα των βλέποντες τας ενδυμασίας των.

Έχεις γάλα στο σπίτι; δώσε μου να πιω, διψώ φοβερά. — Έχω κάτι καλύτερο από γάλα! είπε το κορίτσι· και θα σου το δώσω. Χθες ήσαν εδώ ταξειδιώται με τους οδηγούς των, ελησμόνησαν μισή μποτίλια κρασί, τέτοιο, που δεν έχεις συ ακόμη γευθή· δεν θα το πάρουν 'πίσω, εγώ δεν πίνω, πιε συ! Και το κορίτσι έφερε το κρασί κοντά του, έχυσε μέσα σε μια ξυλίνη κούπα και την προσέφερε εις τον Ρούντυ.

Θα το ελησμόνησαν εκεί όλην την ημέραν μέσατον ήλιο, και δι' αυτό έχει κρεμασμένο κάτω το κεφαλάκι του! Τρέχει κοντά του και εκείνο με ένα πολύ παραπονετικόν μ π έ, σαν να ζητούσε κάτι να της ειπή. Η Φωτεινή με την πονετικήν της καρδιά, ενόησε. Διψά, είπε· κυττάζει γύρω της και βλέπει μίαν μισοκρημνισμένην καλύβα· εκεί κοντά ήτο και ένα πηγάδι και είχε κουβάν!

Μη οι θνητοί απέβαλον την συνείδησιν της ιεράς οφειλής, και ελησμόνησαν τα προς τους θεούς νόμιμα; Η χλόη κατεκάλυψε τους ιερούς ουδούς, και η αράχνη υφαίνει τους ιστούς αυτής επί των σεπτών φλιών. Ιώθη το φάσγανον του θύτου, έρημα αναθημάτων απέμειναν τα περιζώματα, εξέλιπον τα εναγίσματα και αι σπονδαί, υστέρησαν οι δαδούχοι και αι κανηφόροι.

Ενώ εζούσε το ελησμόνησαν, και τώρα το έκλαιαν και το εστόλιζαν. Το δε χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον το έρριψαν εις τον δρόμον. Κανείς δεν εσυλλογίσθη το ταπεινόν άνθος, το οποίον είχε τόσον λυπηθή την κίχλαν και ήθελε τόσον να την παρηγορήση. Φρικτόν πράγμα! είπε μία όρνιθα. Δεν ημπορώ να ησυχάσω. Πρέπει να εξυπνήσω τας άλλας όρνιθας. Καλέ, ηκούσατε τι έγεινεν εις ένα ορνιθώνα;

Αλλ' εγώ γράφων αληθή ιστορίαν αναγκάζομαι, εκών άκων να ομολογήσω, ότι μεταξύ της Ιωάννης και του Φλώρου τοσούτον επροχώρησαν τα πράγματα, μετά τας αναγκαίας εξηγήσεις, ώστε αι παρειαί της Παναγίας, ην ελησμόνησαν να σκεπάσωσιν, έγειναν ερυθραί εκ της αισχύνης, αι του Αγ.

Δεν ενθυμούνται πόσον ηυτύχουν, ότε επίστευον εις έρωτα ψευδή· ελησμόνησαν, πόσον ήσαν ευδαίμονες, ότε υπελάμβανον αρραγή την υπόσαθρον αφοσίωσιν ευγλώττου φιλίας, ή ελικνίζοντο υπό των ροδίνων ονείρων της δόξης, ή ανέπλαττον κενήν μακαρίαν πλούτου και τιμών και μεγαλείων· ουδέ συλλογίζονται πόσον αρρήτως υπήρξαν δυστυχείς, ότε η σκυθρωπή αλήθεια ανέστη μαύρη προ των οφθαλμών των, αποκαλύπτουσα της γυναικός την προδοσίαν, και του φίλου τον δόλον, και της δόξης τον εμπαιγμόν, και των μεγαλείων την μηδαμινότητα.