United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του. Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος. Ο Βινίκιος του εφώναξεν: — Ε, δούλε!

Κατ' αρχάς ανεκίνει με χάριν το λιγυρόν σώμα και την ωραίαν κεφαλήν της, ίνα αποτινάσση την χιόνα· αλλά μετά μικρόν κουρασθείσα και κατατρυχομένη υπό του ψύχους, την αφήκε να προσκολλάται επάνω της ελευθέρως. — Τι φοβερό! τι φοβερό πράγμα! όλοι μας ελησμόνησαν εψιθύρισεν ο Γιάννος κλαυθμηρώς. — Όχι και ο Θεός, Γιάννο μου· είπεν η Μάρω με γλυκείαν φωνήν

Υπό το φως του κανδηλίου, διέκρινεν αμυδρώς εν τω σκιόφωτι του τοίχου τα συζυγικά της στέφανα, κρεμάμενα κάτω του εικονοστασίου κ' εξελάμβανεν αυτά συνωφρυωμένα υπό την λινομέταξην σκέπην των, ωσεί την απιστίαν της ελέγχοντα. Και αν πνοή ανέμου ανεκίνει τας χρωματιστάς ταινίας των, ενόμιζεν ότι ήρχοντο ως φίδια κατ' επάνω της να εκδικηθούν την ιεράν των αγνότητα.

Αλλ' η οφρύς της τάφρου ήτο υψηλή κ' αι επ' αυτής ονακάνθαι, με τα φαιά πολυδάκτυλα στελέχη και τα μεγάλα απεξηραμένα άνθη των, έφρασσον εν πυκνώ συμπλέγματι, ολόκληρον του αγρού την θέαν. Ανεκίνει την κεφαλήν, εκόλλα σχεδόν τους οφθαλμούς εις τα μεταξύ διάκενα, προσπαθούσα να ίδη, αλλ' αι ονακάνθαι ήσαν πυκναί και δεν διέκρινεν ειμή στενά κ' επιμήκη τμήματα αγρού κιτρινίζοντα μόνον.

Ενόμιζεν ότι εκεί όπου ήγγισαν τα χείλη του Μήτρου, τα λιπαρά και γλοιώδη ως σάπων, εκάθητο άνθραξ ανημμένος, ο οποίος την κατέκαιεν ησθάνετο επί του σώματός της την παράφορον πίεσίν του και ανεκίνει τους ώμους κ' εθρύπτετο εντός των ενδυμάτων της, θέλουσα ει δυνατόν ν' αποτινάξη τον εναγκαλισμόν εκείνον, τον άνομον. Το εγνώριζε πολύ καλά η Σμάλτω.