United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κ' οι δυο σας, κρίμαεσάς, κρίμα 'ς!», και προσποιηθείς δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά-σιγά και μεθοδικώς την φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε μια χαρά κάτω.

Κάτω εις τους πόδας τούτων, εις τα άντρα τα θαλάσσια και τας σπιλάδας τας θαλασσογλύπτους, εκεί βόσκουσι και λοξοπατούσι τα θαυμασιώτερα πετροκάβουρα και παγούρια του κόσμου, με τα ερυθρά προέχοντα ως κλαδωτά αυγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελωδικώς εις την ανθρακιάν, μεγάλα, εύχυμα την γεύσιν.

Αλλ' η θεια Μυγδαλίτσα, κάθιδρως εκ του επιπόνου και φοβισμένου δρόμου της, ούτε ήκουε τας αστειότητας των ποιμένων, αλλά πεσούσα σχεδόν επάνω εις την ανθρακιάν εθερμαίνετο. — Μεσάνυχτα! Νά, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ο Κουτσογεώργης, μετά ώραν σιωπής καταβιβάσας την κουκούλαν της κάπας και θεωρών σοβαρώς τους αστερισμούς. — Νά ο αστέρας!

Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες.

Μετ' απερισκέπτου θρασύτητος, και κρύπτων τας καλλιτέρας αφορμάς αίτινες τον είχον φέρει εκείσε, ο Πέτρος αν και είχε νουθετηθή ήδη, αλλά μάτην, προέβη εν τη αυλή προς την ανθρακιάν την καίουσαν εν τω κέντρω, και εκάθισεν εις το μέσον των υπηρετών των Ιερέων, ενώπιόν των οποίων ο Κύριός του την στιγμήν εκείνην δέσμιος είχε προσαχθή υπό κατηγορίαν θανάτου.

Ο ποιμήν βεβαρημένος υπό του καμάτου της ημέρας, εργώδους και οδυνηρού ποιμενικού καμάτου ανά τους απατήτους των βουνών δρόμους υπό τον κρυερόν του χειμώνος καιρόν, κατεκλίθη πάλιν, εγγύτερον τώρα προς την ανθρακιάν, διότι το ψύχος ολονέν εγίνετο δριμύτερον, προχωρούσης της νυκτός.

Η παιδίσκη η θυρωρός, αφού εισήγαγεν όλους τους ενδιαφερομένους, επλησίασε και αυτή προς την ανθρακιάν, και προσήλωσε το όμμα προς τον αμφίβολον ξένον, καθώς εκείνος εκάθισε «προς το φως», κατά τον Μάρκον, όπερ δεικνύει το θράσος και την απερισκεψίαν του Πέτρου, και τότε, αναγνωρίσασα τούτον ότι τον είχε και άλλοτε ιδεί, ανέκραξε, «Και συ ήσθα μετά του Ιησού του Γαλιλαίου». Ο Πέτρος ήτο αφύλακτος.

Του εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του. Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος. Ο Βινίκιος του εφώναξεν: — Ε, δούλε!

Κογχύλια παμμέγιστα με το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα επικολλημένον, πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι ψήνονται εις την ανθρακιάν, μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν, μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους πόδας ακίνητοι, και πάγουροι τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της αιχμηράς μαχαίρας, με συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα έκειντο εν τη πήρα.