United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' απερισκέπτου θρασύτητος, και κρύπτων τας καλλιτέρας αφορμάς αίτινες τον είχον φέρει εκείσε, ο Πέτρος αν και είχε νουθετηθή ήδη, αλλά μάτην, προέβη εν τη αυλή προς την ανθρακιάν την καίουσαν εν τω κέντρω, και εκάθισεν εις το μέσον των υπηρετών των Ιερέων, ενώπιόν των οποίων ο Κύριός του την στιγμήν εκείνην δέσμιος είχε προσαχθή υπό κατηγορίαν θανάτου.

Και ο ευσεβής προσκυνητής θα εύρισκε μεγάλην γλύκαν και παρηγορίαν, από της πίκραις του κόσμου, εις το να θεωρή μόνον την πενιχράν κανδήλαν καίουσαν εμπρός εις την ωραίαν εικόνα την ζωγραφημένην από τον μακαρίτην Αθανάσιον τον Κεφαλάν, Ηπειρώτην, άνδρα αγωνιστήν, ευπαίδευτον, πολύγλωσσον, ωρολογοποιόν και ζωγράφον, όστις όμως όλην την ζωήν του υπήρξε δημοδιδάσκαλος τρίτης τάξεως, και απέθανεν υπερενενηκοντούτης με την τριακοντάδραχμον σύνταξίν του.

Ισταμένη προ του χαίνοντος και φλογοβόλου στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά χείρας την κολοσσιαίαν αυτής π ά ν α ν εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν ετροφοδότει την καίουσαν κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα αγριωπή, πορφυρά εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον, ως δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας χύτρας.

Οι πληροφορήσαντες αυτούς παρενόησαν την έξαψιν την κατάδηλον εις όλους τους λόγους και τας πράξεις Του, την ισχυράν λάμψιν της συμπαθείας, την καίουσαν φλόγα της αγάπης· εθεώρησαν ταύτην ως υπερβάλλουσαν έξαψιν, ως υπέρμετρον ευαισθησίαν, ως αυτόν τον λήρον της ευποιίας και του ζήλου.

Εύρεν όμως καιρόν ο βοσκός να θλίψη το σώμα της εις τον κόλπον του και να κολλήση τα χείλη του εις το στόμα και τον τράχηλόν της, τον χνοώδη και καμαρωτόν ως της χήνας. Η Σμάλτω, εις την επαφήν εκείνην των χειλέων του την καίουσαν, ανετινάχθη ως να εφυσήθη αίφνης νέα ζωή εντός αυτής, κατακόκκινη εξ εντροπής, ταραγμένη διότι επροδόθη η αδυναμία της.