United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανοίξας το βιβλίον τούτο, εν’ ώ ήλπιζε να εύρη νέας αφορμάς, ίνα δοξάση τον Ύψιστον ότι απεκόπη αυτώ παν μέσον απωλείας, έπεσε κατά κακήν του τύχην εις το χωρίον εκείνο, όπου ο Άγιος Επίσκοπος Καισαρείας συμβουλεύει τας σεμνάς παρθένους « ά ρ- ρ ε ν α σ ώ μ α τ α κ ά ν ε υ ν ο ύ χ ω ν ή φ υ λ ά τ τ ε σ θ α ι», διότι καθώς ο βους, του οποίου απεκόπησαν τα κέρατα, διαμένει ουχ ήττον εκ φύσεως κερατιστής και πλήττει όσους άπαντα διά του μέρους εκείνου της κεφαλής, όπου τα κέρατα υπήρχον πριν, ούτω και οι αποτετμημένοι, φλεγόμενοι υπό εκτόπου μανίας δύνανται ακόμη . . . . . . Αλλ' ενταύθα παραπέμπω τον αναγνώστην εις την πραγματείαν του Αγίου, ίνα εύρη το τέλος της φράσεως . Κατά τους κριτικούς επί ασπίδος φαίνεται γραφείσα του Τάσσου η Ι ε ρ ο υ σ α λ ή μ, του δε Αγίου Βασιλείου η παρθενική πραγματεία επί των γονάτων καλής τινος παρθένου φαίνεταί μοι γεγραμμένη.

Εν τούτοις όσοι εξ ημών είχον ολίγην φρόνησιν ήξευραν τι είναι δημοκρατία· εγώ προ πάντων την εγνώριζα πλειότερον παντός άλλου, διότι πολλάς αφορμάς παραπόνων είχα κατ' αυτής. Αλλά περί ομολογουμένου παραλογισμού ουδέν νέον έχω να προσθέσω. Εν τούτοις δεν μας εφαίνετο ακίνδυνος η κατάργησις αυτής ενόσω πλησίον ημών είχαμεν σας πολεμίους.

13. »Τοιαύτα, ω Λακεδαιμόνιοι και σύμμαχοι, έχοντες αίτια και αφορμάς απεστατήσαμεν. Καθαρά μεν αποδειγμένας εις τους ακούοντας, ώστε η πράξις μας να μην είναι αναιτιολόγητος, τόσον δε σοβαράς ώστε να εκφοβήσουν ημάς και να μας αναγκάσουν να ζητήσωμεν εξασφάλισιν.

Η Μιλάχρω είχεν αφορμάς να μη συμπαθή πλέον τον «σερσέμην», ο οποίος τρία χρόνια την επαιζογελούσεν, αλλά ποιος γυρίζει πλεια να κυττάξη κορίτσι τρία χρόνια «αρραβωνιασμένο»; είπεν εις τον ανάδοχον του Χρυσού, τον κ. δήμαρχον. Έπειτα είχε καταλάβει η Μιλάχρω ότι ο Στεφανάκης το αγαπούσε το Χρυσώ και θα επερνούσαν πολύ καλά αυτόν τον ψεύτικον κόσμον.

ΖΕΥΣ. Λέγε, παιδί μου, ό,τι έχεις να πης και μη δίδης αφορμάς εις αυτόν τον συκοφάντην να διαβάλλη και να χλευάζη την δύναμίν σου ως εξαρτωμένην από τρίποδα και νερόν και λιβανωτόν και ότι άνευ αυτών η τέχνη σου δεν έχει καμμίαν δύναμιν.

Νομίζετε λοιπόν ότι εκείνος ο οποίος φέρεται τόσον φιλανθρώπως προς τους ξένους, είνε δυνατόν να φέρεται αδίκως προς τους ιδικούς του, αν μη λαμβάνη παρ' αυτών σοβαράς αφορμάς; Αυτά είχα να είπω προς υμάς ως απολογίαν• νομίζω δε ότι είνε αληθή και δίκαια και μάλλον επαίνου παρά μίσους άξια.

Και εάν, ο μη γένοιτο, σου επανέλθη το νόσημα—-διότι όταν λαμβάνουν νέας αφορμάς συνήθως υποτροπιάζουν αυτά τα νοσήματατι θα πράξω; Να είσαι βέβαιος ότι θα σε θεραπεύσω και τότε και ουδέποτε θα παραλείψω το καθήκον το οποίον η φύσις επιβάλλει εις τα τέκνα, ούτε θα λησμονήσω εγώ ότι είσαι πατήρ μου.

Το πραγματικόν τούτο φαινόμενον οι μεν φίλοι του δημοτικού ιδιώματος δεν πρέπει να παραβλέψουν, οι δε οπαδοί της καθαρευούσης δεν πρέπει να το θεωρήσουν ως απόδειξιν της επιτυχίας του συστήματός των· η αλλοίωσις είναι απλώς εξωτερική, εις τους καταληκτικούς τύπους και εις το λεκτικόν, και έχει τα φυσικά της όρια· ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης ούτε εξηλείφθη ούτε είναι δυνατόν να εξαλειφθή, εάν είναι αληθές ότι ο γλωσσικός χαρακτήρ δεν συνίσταται τόσον εις τους τύπους, οι οποίοι από διάφορα αίτια και αφορμάς ευκόλως μεταβάλλονται, όσον εις την σύνταξιν, δηλαδή εις τον εσωτερικόν οργανισμόν, ο οποίος εκφράζει τον ενδιάθετον λόγον και αποτελεί αυτό το πνεύμα του έθνους.

Εις την νέαν ταύτην εργασίαν εμετριάσθη και του Μανώλη η δυσθυμία. Ο Καρπάθιος ο πρωτομάστορας του έδιδεν ανά πάσαν στιγμήν αφορμάς ευθυμίας με την αστείαν διάλεκτόν του. Όταν εθύμωνε με τας απροσεξίας του, τον εφώναζε «παλλαρόν». Ο δε Μανώλης τόσον εξεθαρρεύθη, ώστε ήρχισε να τον σκώπτη, μιμούμενος την προφοράν του.

Ήδη μεταβαλών τρόπον βίου, μετέβαλε και τας αφορμάς της οργής του και της μανίας του.