United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά.

Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό.

Έως ότου έλθωσιν εις το μονοπάτιον οι τέσσαρες ξένοι, υπέστησαν παλλάς αμυχάς εις τας χείρας και τας παρειάς. Αλλ' επειδή ήσαν ένοπλοι με υαλιστεράς καινουργείς καραμπίνας ευκόλως διήνοιγον τας άκρας των σκληρών θάμνων και επερνούσαν παρεισδύοντες ως εν μέσω ακανθοχοίρων μετά προσοχής. Επλησίαζαν τα χαράγματα.

Τάχα δεν υπήρξεν είς Άγιος όστις έκρυψε και έσωσε μη θελήσας να τον παραδώση εις την εξουσίαν, τον φονέα του ιδίου αδελφού του; Πόσω μάλλον ο παπ' Ακάκιος δεν θα έσωζε και θα έκρυπτεν αυτήν, ήτις δεν είχε κάμει κακόν ατομικώς εις τον σεβάσμιον ερημίτην; Μήπως δεν επερνούσαν καθημερινώς πλοία, γιαλό ή ανοιχτά από τον Άι Σώστην, και δεν θα ηδύνατο να την φυγαδεύση αν ήθελε;

Δύο ικανοί οδηγοί της χώρας, οι οποίοι θα επερνούσαν το βουνό προς την άλλην πλευράν του Γκέμμι, επήραν μαζί των τον Ρούντυ και αυτός τους ηκολούθησε πεζός. Ήτο κομμάτι στρυφνή η πορεία για ένα τέτοιο δα παιδάκι, αλλά είχε καλάς δυνάμεις και δεν έχανε το θάρρος του. Αι χελιδόνες επέταξαν μαζί του ολίγον διάστημα. «Εμείς και σεις, εσείς και 'μεις» εκελαϊδούσαν.

Απ' εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.

Όσοι όμως εισέπλεαν εις καιρόν γαλήνης συνελαμβάνοντο. Εισήρχοντο δε εις τον λιμένα δύται κολυμβηταί σύροντες διά καλωδίου ασκούς περιέχοντας μήκωνας διατηρημένους με μέλι και λινόσπορον τριμμένον. Και κατ' αρχάς μεν επερνούσαν απαρατήρητοι, ύστερον όμως επετηρούντο. Εκατέρωθεν δε κάθε μέσον εφεύρισκον, οι μεν διά να εισαγάγουν τρόφιμα, οι δε διά να εμποδίσουν την εισαγωγήν.

Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους.

Η Μιλάχρω είχεν αφορμάς να μη συμπαθή πλέον τον «σερσέμην», ο οποίος τρία χρόνια την επαιζογελούσεν, αλλά ποιος γυρίζει πλεια να κυττάξη κορίτσι τρία χρόνια «αρραβωνιασμένο»; είπεν εις τον ανάδοχον του Χρυσού, τον κ. δήμαρχον. Έπειτα είχε καταλάβει η Μιλάχρω ότι ο Στεφανάκης το αγαπούσε το Χρυσώ και θα επερνούσαν πολύ καλά αυτόν τον ψεύτικον κόσμον.

Ο Καλίφης, εμβαίνοντας εις αυτό, είδε πολλούς ανθρώπους του σπητιού σκλάβους και ελευθέρους, που επερνούσαν τον καιρό τους με χαρές και παιγνίδια καρτερώντας τες προσταγές του αυθέντου τους· και πλησιάζοντας εις ένα από αυτούς, του είπε· Αδελφέ, σε παρακαλώ, ύπαγε να ειπής του αυθέντου σου, ότι ένας ξένος επιθυμεί να ομιλήση με αυτόν.