United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο έπασχε και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν.

Είνε συνήθεια αρχαιοτάτη εις την νήσον, αφού ο Επιτάφιος εν λιτανεία περιέλθη εν ωραίω πανοράματι την ενορίαν όλην, κατά την επιστροφήν να κλείωνται αι πύλαι του ναού και να μη επιτρέπηται η εις αυτόν είσοδος του Επιταφίου. Παρίσταται κατά τρόπον παράδοξον η σκηνή της εις Άδου καταβάσεως του Σωτήρος, ως φέρεται τούτο εν τη εκκλησιαστική παραδόσει.

Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος.

Ενώ όμως ήτο έτοιμος να θυμώση και να είπη παστρικά εις τον Τερερέν, ότι όλα αυτά τα έλεγε διότι ήθελε να του πάρη την ενορίαν, αλλ' ότι έπρεπε να το βγάλη από το νου του, διότι ο δεσπότης δεν εχειροτόνει άνθρωπον ο όποιος εδιάβαζε την Σολομωνικήν, του επήλθε μία λαμπρά ιδέα και διά της σοφιστικής απεστόμωσε τον σοφιστήν: — Δεν πας να ξης προβιές; του είπε.

Απ' εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.

Το έτος εκείνο θα επήγαινε και αυτή, σαν νοικοκυρά, μαζί με τον κυρ-Μιχάλην, τον άνδρα της, εις την ενορίαν της, σαν αγαπημένον ανδρόγυνον, εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, εις του Ψυρή, με καλά της φορέματα, με μίαν μεγάλην άσπρην λαμπάδα, καμαρώνουσα τον άνδρα της τον κυρ- Μιχάλην, πενηντάρην και πλέον, πρόσωπον πολιόν, στενόν και μακρόν, μ' ένα μαύρο καρυδοειδές, εξοχήν σαρκός, εν μέσω του μετώπου, εν είδει στέμματος.

ΕΔΓΑΡ Εγώ είμαι ο καϋμένος ο τρελλός, οπού τρώγει βαθρακούς και σαμμιαμίθια· που, όταν τον βασανίζουν τα δαιμόνια και τον φρενιάζουν, τρώγει την σβουνιά και ποντικούς και πνιγμένους σκύλους και πίνει την πράσινην σκέπην από τα στεκάμενα νερά· που τον διώχνουν με ραβδισμούς από ενορίαν εις ενορίαν και τον καθίζουν εις τον φάλαγγα και εις την φυλακήν. και όμως ήτο καιρός που είχε τρεις φορεσιάς ν' αλλάξη κ' έξ υποκάμισα και άλογο να καβαλλικεύη και σπαθί εις την μέσην του.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν. Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη.

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της.