United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της: — Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι.

Ενίοτε δε ηκούοντο και πυκνά-πυκνά βελάσματα αμνών, εισκομιθέντων των ποιμνίων καθ' εκατοντάδας εις την προ του Βαρβακείου πλατείαν. Η κυρά-Μιχάλαινα, αποπλύνασα τα δοχεία, εντός των οποίων έβραζε καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν την φάβαν, ετοποθέτησεν αυτά καθαρά εις την θέσιν των, κ' εβοήθει τον κυρ-Μιχάλην εις την καθαριότητα του καταστήματος όλου.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολλάκις απεφάσισε να διαλύση αποτόμως τας σχέσεις εκείνας του συζύγου της με τον Καπετάνιον, αλλά καθώς ήτο αναβλητικού χαρακτήρος, έδιδε τόπον τη οργή. Άλλως και ωφελείτο, διότι ο Καπετάνιος πολλάκις επλήρωνε το ενοίκιον του αρχαίου εκείνου υπογείου, οσάκις έβλεπε στενοχωρημένον τον κυρ-Μιχάλην. Εφοβείτο όμως ότι κακόν γήρας θα επερνούσεν, αν εξηκολούθει τας αναβολάς της.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της.

Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν. Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου.

Ντόμινους μπαμπίσκους! Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο. Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του.

Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.