United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τραγουδισταί και ακροαταί είνε συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και όσοι δεν ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή των γρόνθων αυτών επί της τραπέζης.

Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρατο μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο! — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των περικαθημένων.

Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών, πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

Ο Καπετάνιος όσον παρήρχετο η νυξ και επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως τόσον και εζαλίζετο από τα ποτήρια του ρητινίτου και από τον αφάνταστον ενθουσιασμόν του, ότε, αφού πλέον είχε κλείση την θύραν του οιναπωλείου του ο κυρ-Μιχάλης, και ήτο απόλυτος ησυχία εις τα βάθη εκείνα κάτω του υπογείου, οιστρηλατούμενος πλέον ο μυστηριώδης εκείνος πολέμαρχος και μέγας ονειροπόλος, συνελάμβανεν ακράτητος τον άκακον εκείνον συνομιλητήν του, και ωδήγει αυτόν επτοημένον εις ένα επικόν πόλεμον, του οποίου η τελευταία μάχη θα εδίδετο μέσα εις τας πλατείας της Πόλεως τόσον αιματηρά και τόσον καταστρεπτική, ώστε να πλεύση το μοσχάρι εις το αίμα, της οποίας το τέλος θα εκήρυττεν η ανάστασις του κοιμωμένου βασιλέως.

Έφερον μόνον επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν μου.