United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της πρωίας της προτεραίας, προ της ανατολής του ηλίου, καθ' ην στιγμήν της Ηούς τα ρόδα διεχύνοντο εις τον αιθέρα, ο γέρων Γάρμπος, παλαιός πολέμαρχος, όστις είχε διέλθει τον βίον του συναθροίζων μισθωτούς στρατιώτας, όπως αγωνίζηται μετ' αυτών, οτέ μεν συμμαχών με τους Τούρκους ή με τους Βενετούς, οτέ δε με τους Φράγκους ή με τους Έλληνας, είχε εγερθή εκ της σκληράς στρωμνής του και κράξας τον Βράγγην, παλαιόν σύντροφόν του, τω είπεν·

Και άλλα πάλιν σημαίνουν στρατηγόν, όπως είναι το όνομα Άγις και Πολέμαρχος και Ευπόλεμος. Άλλα πάλιν είναι ιατρικά, καθώς το όνομα Ιατροκλής και Ακεσίμβροτος. Ακόμη δε ίσως εύρομεν πολλά τα οποία ως προς τας συλλαβάς και τα γράμματα διαφέρουν, ως προς την δύναμιν όμως σημαίνουν το ίδιον. Έτσι είναι ή όχι; Ερμογένης. Βεβαιότατα. Σωκράτης.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε. ΟΡΑΤΙΟΣ Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Να του ομιλήσουν θέλει . ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ομίλησέ του, Οράτιε. ΟΡΑΤΙΟΣ Ποιος είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα, οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης του θαμμένου Δανού; 'Σ το όνομα του Υψίστου, ομίλησε. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Επειράχθη.

Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογατην άμαξαν εζέψαν• τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία, 'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος, ανέβη, καιτα χέρια του τα χαλινάρια πήρε, κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485 και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο να και ς' τ' άλλο πλάγι. και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, καιταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, 'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι• εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490

Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνοςτα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 ουλαίς μέσατο κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 καιτο πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέροςταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, και τά 'ψηναντα μυτερά σουβλιά 'που 'χαντα χέρια.

Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο, Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος, Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου; Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι, Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι, «'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη »Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, »Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το »Και νικητής σαν έγυρεεμένα πάλιν ήρθε »Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;