United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χρυσός άνθρωπος ωστόσο αυτή η Κερά-Δημήτραινα ! Μόλις άκουσε για τη Βεργινία, τάφησ’ όλα σύξυλα, μόλο που τώρα δα ήτονε φερμένη πούχε πεταχτή λιγάκι στης αδελφής της να τα πουν ένα χεράκι, κ’ έτρεξε να κάτση κοντά της και να τη συντροφέψη, την αδικημένη την ψυχή. Τι σούλεγα, Βεργινία μου, πως τους φίλους σου δεν τους ηξέρεις κι ούτε και τους οχτρούς σου!

Εκείνοι τον βιάσανε να κάτση. Ίσια-ίσια για να τ' αλλάξουνε λιγάκι το κακό κέφι. Ήπιανε ένα κρασί στα βουβά. Ο Γιώργης δε μιλούσε καθόλου. Εκεί που στρήβανε από ένα τσιγάρο, τους ζύγωσε ο Σταύρος ο Γιαννακός. — Γεια σας! — Γεια σου! του είπαν οι άλλοι δύο. Ο Γιώργης έσκυψε και σάλιωσε το τσιγάρο του δίχως να τον καλησπερίση. — Στο χωριό σου δεν καλησπερίζουνε; του είπε προκλητικά ο Σταύρος.

Στάθηκε για πολλή ώρα έτσι κ' έπειτ' άφησε να πέση το ραβδί από τα χέρια του και πήγε τρικλίζοντας να κάτση στην πολιθρόνα. Η Ελπίδα βρήκε τον καιρό κ' έκαμε σύντομα την πρόταση της. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά κ' έπειτα έπεσε στο κάθισμά του ξερός από τα γέλοια. — Μωρέ κεφάλι που τώχεις! μωρέ κεφάλι πού τόχετε όλοι σας εδώ μέσα! είπε βροντώντας τα πόδια του στο πάτωμα.

Εις της σκηνής την είσοδο ήταν ζωγραφισμένος ο Κέκροψ με της κόρες του, με φείδια τυλιγμένος, εικόνα που αφιέρωσε απ' την Αθήνα κάποιος• κρατήρες έστησε χρυσούς στου τραπεζιού τη μέση, κ' εβγήκεν ένας κήρυκας στα νύχια του πατώντας, κ' εκάλει όποιος αγαπά να κάτση στο τραπέζι. Κι' όταν εγέμισε η σκηνή, στεφανοφορεμένοι, με την τροφή την άφθονη καθένας εχαιρόταν.

Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο, Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος, Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου; Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι, Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι, «'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη »Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, »Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το »Και νικητής σαν έγυρεεμένα πάλιν ήρθε »Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;

Μόλις είχε φύγει, ξανανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται η Ευρυδίκη, πούχ' έρθει σούρπα σούρπα να δη τι θα γίνη με τη Λιόλια; θα φύγη; θα κάτση ; -Του λόγου σου, Κερά μοδίστρα, είσαι πούβγαλες τα λόγια για το κορίτσι;-πετάχτηκε απάνω της η Κερά Ελέγκω, μόλις την είδε, μανιασμένη καθώς ήτον απ' την άλλη. Κύττα καλά, κακομοίρα μου, γιατί στο ξερριζώνω αυτό το τσουλούφι το λιγδιασμένο ! Ακούς εκεί!

Ενώ οι εικόνες που είχα τριγύρω μου, ψυχωμένες και άψυχες, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με την εκφραστική τους όψι, οι λυγερές με τα τραγούδια τους: Όμορφος που 'νε ο γεμιτζής όταν βραχή κι' αλλάξη και βάλη τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτση.

Θυμηθήκανε αμέσως τα χθεσινοβραδυνά στην ταβέρνα του Σωφρόνη. Σκολάζοντας απ' τη δουλειά τους ο Γιώργης και οι δυο τους, κάτσανε να πιούνε ένα κρασί για ορεχτικό. Ο Γιώργης μάλιστα δεν ήθελε να κάτση. Ήτανε από μέρες συλλογισμένος κ' ήθελε και τώρα να πάη στο σπίτι του. — Καθήστ' εσείς, ρε παιδιά! Εγώ θα πάω στο σπίτι. Δεν είμαι τόσο καλά, δεν είμαι στα συγκαλά μου τούτες τις μέρες.

— Ε, παιδί είνε ακόμα· είπε η κυρά Πανώρια· θάρθ' η ώρα του να κάτση να συλλογιστή κι αυτός. — Παιδί; τώρα πίσωπίσω παιδί; Άντρας εικοσιδυό χρονών και θα μου τον πης παιδί! — Όχι δα και συ εικοσιδυό χρονών! κοντεύεις να τον κάμης γέρο από τώρα! Το σαραντάημερο θα κλείση τα είκοσι. — Ας είνε και είκοσι. Τώρα τα παιδιά στα δεκαπέντε παύουν να είνε παιδιά· τρέφουν φαμελιές.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...