United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όταν αγέρας σηκωθή ξερός, και μέσα τους χωθή, τότε σαν φούσκα της φυσά, όπου με βια της σπάει κι' απ' την πυκνότητα βαρύς έξω ευθύς πηδάει, και τούτο γίνετ' αφορμή, απ' τη μεγάλη την ορμή κι' από τον κρότο τον δικό του, να καίη αυτός τον εαυτό του. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία! να γιατί στων Διασίων τη γιορτή το ίδιο πράμα έπαθα χωρίς να το νοήσω.

Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα. — Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε. — Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!

Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα. Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό.

Λαχταρώντας, ο Ιοβιανός να βρεθή μια ώρ' αρχήτερα στην Πρωτεύουσα, αν και τόξερε πια τώρα πως όλο το Κράτος τον αναγνώρισε, δε χασομέρησε στην Αντιόχεια μόνο τράβηξε βορεινά κ' ήρθε στην Άγκυρα. Ξεκινάει κι από την Άγκυρα, μα πηγαινάμενος από κει κατά τη Νίκαια, στα πρόθυρα να πούμε της Πρωτεύουσας, τον πρόλαβε ο Χάρος και τον πήρε. Είπαν πως παράφαγε και βρέθηκε ξερός μια πρωινή στο κρεββάτι.

Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε. Γυρίζει ο Παπάς και τονε βλέπει το γέρο ξερός. — Πάντρευέ τους, σου λέω, Παπά μου, και γλήγορα γλήγορα. Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο Παπάς, και τους στεφανώνει. Από κείνη την ώρα άρχισε και καλλιτέρευε ο σακατεμένος ο Παναγής. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε. Έξη μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρη απάνω του.

Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένητο λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.

Στάθηκε για πολλή ώρα έτσι κ' έπειτ' άφησε να πέση το ραβδί από τα χέρια του και πήγε τρικλίζοντας να κάτση στην πολιθρόνα. Η Ελπίδα βρήκε τον καιρό κ' έκαμε σύντομα την πρόταση της. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά κ' έπειτα έπεσε στο κάθισμά του ξερός από τα γέλοια. — Μωρέ κεφάλι που τώχεις! μωρέ κεφάλι πού τόχετε όλοι σας εδώ μέσα! είπε βροντώντας τα πόδια του στο πάτωμα.

ΜΑΚΒΕΘ Εάν μου είπες ψεύμα, στο πρώτον δένδρον ζωντανόν να σε κρεμάσω θέλω, όπου να γείνης, κρεμαστός, ξερός από την πείναν!

Είπε, και σφίγγει το λαμπρό κοντάρι του στον Αία, μα δεν τον ήβρε, μον το γιο του Μάστορα Λυκόφρο, 430 τον Κυθηριώτη, σύντροφο του Αίαπου φεβγάτος για φόνο οχ τ' όμορφο νησί στου Αία κατοικούσεαφτόν χτυπάει στην κεφαλή, εκεί στ' αφτί από πάνου, ενώστεκε κοντά κοντά στο γιο του Τελαμώνα· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ξερός μπροστά στο πλοίο. 435

Έβγαινε ο Άρειος από το Παλάτι χαρά χαρούμενος και καμαρώνοντας που είχε πια τη Βασιλική προστασία. Της Πρόνοιας όμως την προστασία δε φαίνεται να την είχε. Εκεί που διάβαινε από τους δρόμους της Πρωτεύουσας με μεγάλη παράταξη, τούρχεται φυσική ανάγκη και μπαίνει σε κατάλληλο μέρος. Κι όντας εκεί έσκασε κι απόμεινε ξερός. Φώναξε τότες ο όχλος πως είταν η θεία δίκη.