Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Απομακρύνας δε όλους τους άλλους, μου ωμολόγησεν ότι εγνώριζε καλώς όσα είχα συμβουλεύσει εις τον Ρουτιλλιανόν και, διατί, μου είπε, μου έκαμες αυτά, ενώ με την σύστασίν μου θα ηδύνασο να επιτύχης μεγάλην εύνοιαν παρ' αυτού; Εγώ τότε εδέχθην ευχαρίστως την φιλοφροσύνην του, καθότι έβλεπα ποίον κίνδυνον διέτρεχα, και έσπευσα να δείξω ότι επείσθην και ότι έγεινα φίλος του.
Κατά την πορείαν μου είπε: τα ραπίσματα τους έκαμαν να λησμονήσουν την κακοκαιρίαν και τα πάντα! — Δεν ηδυνήθην να της αποκριθώ τίποτε. — Ήμουν επρόσθεσε, μία από τας μάλλον δειλάς, και ενώ υποκρινόμουν την θαρραλέαν, διά να ενθαρρύνω τας άλλας, έγεινα θαρραλέα. — Επήγαμεν εις το παράθυρον.
Αφού δεν ημπορέσαμεν να λάθωμεν την άγρυπνον προσοχήν του πλοιάρχου της «Έπταλόφου» — διότι ενδιεφέρετο σφόδρα διά πάσαν ιστορίαν θησαυρού, και δεν ηδύνατο τίποτε να του διαφύγη — είνε άπορον, πώς δεν έγεινα εγώ ύποπτος εις τον Νικολόν πλην ο φίλος μου δεν ήθελε να με αδικήση διά τοιαύτης υπονοίας.
Αι δύο γραίαι είχον πάντοτε έτοιμον κανέν γλύκισμα ευχάριστον εις εμέ, ή κανέν παραμύθιον έτι πολύ ευχαριστότερον. Προ πάντων η Οθωμανίς ήτο κατενθουσιασμένη δι' εμέ, όστις, έλεγε, τόσο σοφός και σπουδασμένος που ήμουνε, δεν έγεινα ειδωλολάτρης άπιστος, μόνον επίστευα με όλη την καρδιά μου — εις τα παραμύθια! Μόνον διά δύο τινά εμεμψιμοίρει τρομερά εναντίον μου.
— Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι; — Εις καφενείον, υποθέτω. — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών. — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος; — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης. — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;
Έπρεπε, 'σάν τον έλατο τρανός, να ζήσω τώρα Πέρα 'ς εκείνα τα βουνά, 'ς τη σκλαβωμένη χώρα, Και όχι 'σάν τον ταπεινό το μαύρο κυπαρίσσι, Τώρα να ζω καλόγηρος 'ς αυτό το 'ρημοκκλήσι... Ποιος ήμουν...και ποιος έγεινα! — Και πάλι ο γέρως πάλι Έσκυψε πάλι κλαίγοντας 'ς το βράχο το κεφάλι. ς'. Ποιος ήταν και ποιος έγεινε; Ήταν απ' τ' άγιο χώμα.
— Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού. Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν. — Θα με ιδούν πώς έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης. Και εξήλθε με την αξίναν του εις την αγοράν.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, 310 εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου• και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες; και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, 315 μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω, 'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη• θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι— ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». 320
Βλέπων δε πολλούς να τρέχουν, ανεμίχθην και εγώ εις το πλήθος των νεκρών και έγεινα είς εκ των δημοτών του Άδου. Εις την συνέλευσιν εκείνην εθεσπίσθησαν και άλλα, επί τέλους δε έγεινε και ψήφισμα περί των πλουσίων.
Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα λέπια μου έλειπαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν