Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ο μπάρμπα-Μοναχάκης που ξέρει καλά πως εγώ δεν είχα καμμιά δουλειά στα νησιά, κ' ήθελα να πάω στην πατρίδα μου και μόνο, είνε βέβαιος πως τράβηξα ίσα πέρα για τα Τραχήλι, κι' αν με προφτάση πριν πατήσω το πόδι στον Αγνώντα, το μικρό λιμανάκι του δικού μας του νησιού, ελπίζει να με καταφέρη να τον ακολουθήσω πίσω στο χωριό το δικό σας.

Πρώτην φοράν ύστερ' από τόσα χρόνια, η γειτονιά την είδε ν' ασβεστόνη το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα την συμμαζευτή, με μια μυγδαλιά καταμεσής, επάνω, εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονίας, σαν ντάμπια καλοσυγυρισμένη, το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της. Αποκάτω απλόνετο το λιμανάκι του νησιού, γαλάζο, καταγάλαζο. Η βάρκαις εμπαινόβγαιναν με τα κάτασπρα πανάκια των.

Και το γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο.

Και σταθείς παρά το παράθυρον εθεώρησεν ολίγας στιγμάς την σκούναν του καπετάν-Μοναχάκη καταμεσήςτο λιμανάκι του χωριού, στολισμένην με σημαίαις κατακαίνουργιαις και με πολύχρωμα σινιάλα, και ευλόγησεν αυτήν με το χέρι του και με την καρδίαν του ο συμπαθέστατος ιερεύς σαν να ήταν ιδική του. — Τι να σας πω, καϋμένα παιδιά, είπε τότε και ο γέρων πλοίαρχος.

Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα λέπια μου έλειπαν.

Αλλ' ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς ο μπάρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος. — Εδώ, εδώ, είν' ένα λιμανάκι, παπά, κατ' απ' το Πρυί, αποκάτ' απ' την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια. — Θυμάσαι καλά, Στεφανή;

Εν ω αντικρύ, καταμεσής, 'ς το λιμανάκι το καταγάλαζο, την εκαμάρωνε την καλήν οικοκυρά η σκούνα η κατάμαυρη με τάσπρο μπούρδο, του καπετάν-Μοναχάκη η καλοτάξειδη σκούνα, του ευτυχούς συζύγου της, με σημαίαις στολισμένη κατακαίνουργαις και με πολύχρωμα σινιάλα εορτάζουσα. Εξημέροναν τα Φώτα. Ο καπετάν-Μαμμής ήτον ο μόνος μεταξύ των ομοτέχνων του, πρώτος εις όλα.

Βγάζει και τ' απλώνει όλα στην ακρογιαλιά κ' εκείνο κρύβεται με τη μπρατσέρα σ' ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα χορτάσουν τ' αχόρταγα στοιχειά με τις ασυνήθιστες προμήθειες; Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι αράπηδες στην ακρογιαλιά, βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν κ' ερωτούν ποιος τάχα να τα έστειλε; Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ' όνομά τους, τρέμει στον ίσκιο τους.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν