United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα το φεγγάρι εψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου και το ζωντανό και ολόπυρο φως του ήλιου εδιαδέχθηκεν ένα φως ήμερο και γλυκό, που έδειχνε την πλάσι όλη κοιμισμένη σε όνερο. Τα μακρινά νησιά και περιγιάλια σκοτεινιασμένα, ενόμιζες πως έπλεκαν όγκοι πελώριοι στον θαμπόν αιθέρα κ' έδιναν να μαντεύης παρά να ξεχωρίζης τα σχήματά τους.

Κρύψου, Τύχη, αισχρή γυναίκα! και, Θεοί, σεις όλοι αντάμα πάρτε αυτής την εξουσίαν, και τ' αδράχτια του τροχού της σπάστε ομού και το στεφάνι, και από τ' ουρανού την άκρην τ' ολοστρόγγυλο φανάρι εις τα Τάρταρα κυλήστε κει 'πού κλειούνται οι κολασμένοι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τούτο είναι πολύ μακρύ.

Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκειά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στάλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμπουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι.

Άλλες δεν ήταν πουθενά : αυτές μονάχα ανθίζανε σ’ όλον τον κάμπο . . κ' ήταν παγεμένες όλες μαζί κ' έσμιγαν τα κλαριά τους από πάνω ως κάτω σαν πηχτά χιονισμένα από τάνθη. . . Στάθηκε η Λιόλια θαμπωμένη, άφωνη!. . κ' έπειτα σα να την τραβούσε αυτή η λάμψη η γλυκειά : προχώρησε με βήματα αργά και με μάτια μαγεμένα. . . Σα χεροπιασμένες στέκονταν ένα γύρο οι μυγδαλιές έτοιμες να χορέψουν. . . Μα δε σαλεύανε, γιατί ανάμεσα τους άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο αλωνάκι, που ζούσαν εκεί απόμονα πανάψηλα χορτάρια και λουλούδια μύρια.

Κάτω ακόμα, βαθύτερα ακόμα, εγλυκοφώταε λίγο μες ταδύνατα χρώματα της χαραβγής, εξεχώριζε μες το νυχτονοτισμένον του πελάγου ανασασμό, καθισμένο πάνω στα διάπλατα κοιμάμενα νερά, ολοστρόγγυλο, καμαρωτό το Πινακούλι. Βόσκουν μέσα του τα τόσα αγριόγιδα, ακούς που άνθρωπος δεν τα ζυγώνει. Έχει άπειρες σπηλιές ανήλιαστες κι άπατες καταβόθρες το νησί.

Τ' ολοστρόγγυλο κεφάλι της πεταχτό πίσω σαν καρύδι, ίσα πλάκα εμπρός ήταν χωμένο στους ώμους σαν ολοφέγγαρο ανάμεσα σε δυο κοντορραχούλες. Στο κέντρο τρίγωνη επρόβαινεν η μύτη, με την κορφή απάνω και κάτω τη βάσι και αποκεί κοφτερό και γυριστό σαν δρεπάνι εφύτρωνε το ράμφος από μαύρο τροχισμένο κόκκαλο.

Πώς συ ορίζεις τα πράματα, χωρίς να μας ξετάσεις και μας, να δεις τι είμαστε, και τι θέλουμε, και από τι παθαίνουμε, και π ώ ς βλέπουμε το κράτος το Ελληνικό; Τους Έλληνες από την Ελλάδα που, σαν και σένα, στοχάζονται την Ελλάδα ξετελειωμένο κράτος, ολοστρόγγυλο, σαν ολλανδέζικο τυρί, με σύνορα κι όλα τάλλα σημάδια ενός κράτους, ― σας ονομάζουμε μεις Ε λ λ α δ ι κ ο ύ ς, με κάποια καταφρόνια.

Και το γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο.