United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τροφήν, ω Γη, να μου αρνηθής, το φως, ω ουράνια σφαίρα! πάρτε μου κάθε ανάπαυσιν, ω νύχτα συ, και ημέρα!

Νύχτα ημέρα να παθαίνω, Μια στιγμη τ' αλησμονώ, Ότι να καλαντικρύσω Τα ματάκια που πονώ. Πάρτε, όσα, κι' αν θελήστε, Δάκρια, πάθια, στενασμούς, Ούτε έναν μην αφήστε Οχ τους δάρτες και καϋμούς. Λογαριάστε, και θα βρήτε Νούλλα όλα τα πικρά Αν τα βάλετε στο ζύγι, Και φιλήσω μια φορά. Μες τα γλυκά σου μάτια Ο έρως κατοικάει, Και τα κινήματά τους Ως θέλει διοικάει.

Γιατί ήρθε αφτός στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διο χέρια πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, 15 μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα «Τ' Ατρέα οι γιοί κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, σ' εσάς να δώσουνε οι θεοί να μπείτε στου Πριάμου το κάστρο, και στα σπίτια σας με το καλό να σύρτε· όμως κι' εμένα δώστε μου την κόρη μου, και πάρτε 20 την ξαγορά της, έτσι ο γιος να σας βοηθάει του Δία

Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι. Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο.

Να, πάρτε τα αυτά για το ευγενέστατέ μου. ΚΑΛΦΑΣ Άρχοντά μου, μας καθυποχρεώνετε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Άρχοντά μου! ω! ω! άρχοντά μου! Στάσου μια στιγμή, φίλε μου· αυτό το άρχοντά μου αξίζει κάτι τι· δεν είνε μικρός λόγος το άρχοντά μου. Να τι σας δίνει ο άρχοντάς σας. ΚΑΛΦΑΣ Άρχοντά μου, θα πάμε να πιούμε όλοι στην υγειά της υψηλότητός σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Της υψηλότητός σας! ω! ω! ω! σταθήτε, μη φύγετε.

Κι' είπε ο Δόλονας με κλάματα στα μάτια «Πάρτε με τώρα ζωντανό, και ξαγορά κατόπι σας δίνω να λεφτερωθώ· μας έχει εμάς το σπίτι χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο. Για ξαγορά μου ο γέρος μου πολλά θα σας μετρήσει, 380 αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβιαΤότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε «Θάρρος, δεν έχει θάνατο να συλλογιέται ο νους σου.

Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα ένα. — Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνωτα πενήντα. — Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε; — Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ! — Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνετα διακόσια. — Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . . Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος εκορυφούτο.

Δε βρίσκεται καλλίτερος ιππότης, κι' ο τόπος σου έχει ανάγκη από ένα βαρώνο με τέτοια αντρεία». Αφού πήρε τη συμβουλή των ανθρώπων του, ο Δούκας Χοέλ εκάλεσε τον Τριστάνο: «Φίλε, ποτέ δε θα μπορούσα να σ' αγαπήσω αρκετά, που έσωσες αυτόν τον τόπο. Θέλω λοιπόν να ξεπληρώσω την οφειλή μου. Η κόρη μου η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια είναι από γενιά δουκών, βασιλιάδων και βασιλισσών: πάρτε την.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι πλέον να ιδώ ή ν’ αγαπήσω, φίλοι μου, ή ακούοντας να μ’ ευχαριστήση; Πάρτε με μακριά από δω τον άνδρα τον ολέθριον, εμένα τον καταραμένον, όπου οι θεοί μισούνε πιότερο απ’ όλους τους θνητούς. ΧΟΡΟΣ Άθλιε, για τη συμφορά που σου ’τυχε, και τόσο την αισθάνεσαι ποτέ μου θα ’θελα να μη σ’ έχω γνωρίσει...

ΑΣΤ. Όσκε, όσκετίποτζιτίποτζι μην μπα και ριζικιάρεται , αλάργου απέ τζη λιάπιδες... ΣΤΡ. Ντόνκα να τόνε αμολλάρουμε το Λιάπη; ΑΣΤ. Αφήτε να περάσ' ένα μομέντο ακόμα. ΣΤΡ. Να, αφέντη ο Φάντες τζη Διοίκησις, έρχεται μ' ένα όρδινο ς' το χέρι. ΑΣΤ. Πάρτε τ' απ' τα χέργιά του, και φερμάρετε εδώ. μην αλαργεύετε σ αυταίς τζη ώραις μπα και μας εύρη κανένα ατζιδέντε . ΣΚΗΝΗ ς'.