United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χρύσας τότε, ο λειτουργός του προφυλάχτη Απόλλου, 370 ήρθε από πέρα ως στα γοργά των Αχαιών καράβια να λεφτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διά χέρια, πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα. 375 Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε! μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου, μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο.

Και τι φυσικώτερο πράμα, αφού είχε κι ο Στηλίχωνας τους σκοπούς του και δεν πήγαινε μήτ' αυτός παρακάτω στην πονηριά. Μα και το στρατό της Ανατολής τον κράταε αυτός ακόμα στη Δύση, που τον είχε εκεί φερμένο ο Θεοδόσιος καθώς είδαμε. Δεν αργήσανε λοιπό ναρθούνε στα μαχαίρια οι δυο αυτοί αρχηγοί. Στο μεταξύ ως τόσο έπαθε απερίμενο πάθημα ο Ρουφίνος.

Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα!.. σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!

Μπροστά τ' αμάξια, σύγνεφο πίσω οι πεζοί ακολουθούσαν πυκνό· κι' οι φίλοι σήκωναν το λείψανο στη μέση, κόμες γιομάτο πούκοβαν κι' απάνου τού πετούσαν· 135 και πίσω του Πηλέα ο γιος του κράταε το κεφάλι καταθλιμένος, τι έστελνε πιστό στον Άδη αδέρφι.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

Και πρώτα ο μυριαφέντης γιος τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος, του λέει, του κραίνει, απ' το δεξύ ενώ τον κράταε χέρι «Χαμένα τάχεις, αδερφέ . . . μα δε σου πρέπει εσένα η τρέλα αφτή . .. Έχε απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα 110 μη θες από φιλότιμο με πιο καλύτερό σου να χτυπηθείς, τον Έχτορα, που τόνε τρέμουν κι' άλλοι.

Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.