United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς η Βασίλισσα του έβγαζε την πανοπλία του, η φαρμακωμένη γλώσσα του δράκοντα έπεσε από την μπότα. Τότε η Βασίλισσα της Ιρλανδίας ξύπνησε τον πληγωμένο με κάποιο βότανο, και του είπε: «Ξένε, γνωρίζω ότι συ πραγματικώς σκότωσες το θεριό. Όμως, ο αυλάρχης μας, ένας άπιστος, ένας τιποτένιος, τούκοψε το κεφάλι, και ζητάει γι' αμοιβή την κόρη μου την Ιζόλδη την Ξανθή.

Ο ίδιος ο ντον Τζάμε θα έρθει να με πάρει, όπως το είχαμε συμφωνήσει όταν ήμασταν παιδιά. Ήρθε η ώρα να φύγουμε μαζί. Και στο δρόμο θα του πω να μη σταματήσει εκεί που έπεσε, εκεί που τον σκότωσες, και να σε συγχωρήσει για την αγάπη που έδειξες για τις κόρες του. Θα σε συγχωρήσει. Έφις∙ αρκετά σήκωσες το βάρος. Κι εσύ όμως Έφις, σώσε την Γκριζέντα μου. Θα χαθεί.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

Τριστάνε, αγαπημένε ώμορφε φίλε, όταν ο Μόρχολτ ήρθε στον τόπο μας για ν' αρπάξη τα παιδιά μας, κανένας από τους βαρώνους μας δεν ετόλμησε να ζώση τ' άρματα, κι' όλοι, σαν τους μουγγούς, έμεναν αμίλητοι. Και μοναχά συ, Τριστάνε, πολέμησες για όλους μας, για όλη την Κορνουάλλη, και σκότωσες το Μόρχολτ. Και λίγο έλειψε να πεθάνης από της πληγές που σούδωκε με το φαρμακωμένο σπαθί του.

Τ' Άλτη είχε κόρη ο Πρίαμοςμα 'χε ένα πλήθος κι' άλλεςκαι διο μας έκανε, μα εσύ θα σφάξεις και τους διο μας. Στων πρώτων σκότωσες πεζών τη μέση το λεβέντη 90 Πολύδωρο, τρυπώντας τον με το βαρύ κοντάρι· χάρος κι' εμένα τώρα εδώ με βρίσκει, τι το ξέρω δε σου γλυτώνω αφού ο θεός στα χέρια σου με στέλνει.

Αν ο Κυβερνήτης παρουσιάση δυσκολίες, δόστου ένα εκατομμύριο: αν δεν υποχωρή, δόστου δυο· συ δε σκότωσες κανένα ιεροξεταστή, δε θα σε υποψιαστούν· θα ναυλώσω άλλο πλοίο και θα πάω να σε περιμένω στη Βενετία: είνε τόπος ελεύθερος, όπου δεν έχει κανείς να φοβηθή ούτε Βουλγάρους, ούτε Αβάρους, ούτε Εβραίους, ούτε Ιεροξεταστές. Ο Κακαμπός χειροκρότησε αυτή τη σοφή λύση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Με κοντάρι τον σκότωσες. ΙΣΜΗΝΗ Με κοντάρι σκοτώθηκες ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω, κακόπραγος. ΙΣΜΗΝΗ Ω, κακόπαθος. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Χυθήτε θρήνοι μου. ΙΣΜΗΝΗ Χυθήτε δάκρυά μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από τους θρήνους το νου μου χάνω. ΙΣΜΗΝΗ Απ’ την καρδιά μου θρηνώ, στενάζω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω πολυθρήνητ’ εσύ. ΙΣΜΗΝΗ Και συ πάλι τρισάμοιρε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από δικό εσκοτώθηκες. ΙΣΜΗΝΗ Και συ δικόν εσκότωσες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλά να λες.

Είχα πενήντα γιους εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες, 495 που δεκαννιά τους από μια γεννήθηκαν μητέρα, και τους λοιπούς μου γέννησαν μέσα στον πύργο οι σκλάβες. Μα ο άγριος Άρης θέρισε τους πιο πολλούς· κι' απ' όλους τον πιο καλό μου, που λαό διαφέντεβε και κάστρο, τον Έχτορα, στερνά κι' αφτόν, ενώ για την πατρίδα 500 πολέμαε, εσύ τον σκότωσες.

Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι. — Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε! — Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!

Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου; — Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα.