United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΤΙΓΟΝΗ Με κοντάρι τον σκότωσες. ΙΣΜΗΝΗ Με κοντάρι σκοτώθηκες ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω, κακόπραγος. ΙΣΜΗΝΗ Ω, κακόπαθος. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Χυθήτε θρήνοι μου. ΙΣΜΗΝΗ Χυθήτε δάκρυά μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από τους θρήνους το νου μου χάνω. ΙΣΜΗΝΗ Απ’ την καρδιά μου θρηνώ, στενάζω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω πολυθρήνητ’ εσύ. ΙΣΜΗΝΗ Και συ πάλι τρισάμοιρε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από δικό εσκοτώθηκες. ΙΣΜΗΝΗ Και συ δικόν εσκότωσες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλά να λες.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Ω πιο δυστυχισμένες εσείς αδερφές απ’ όλες που ζώστρα στη μέση τους γύρω φορούνε δακρύζω, στενάζω και δόλος κανένας δεν είναι πως ότι απ’ τα βάθη δεν κλαίω της ψυχής. Ωιμέ, ωιμέ, κακόγνωμοι στους φίλους ανυπάκουοι στις συμφορές αδάμαστοι, τα πατρικά ερημάξετε σπίτια με την αμάχη σας! Άθλιοι βέβαια που ηύρανε και θάνατο αθλιώτατο για των σπιτιώ τους χαλασμό.

Τι απ' όντας βρήκε θάνατο με το σπαθί σου ο γιος μου, στιγμή κάτου απ' τα βλέφαρα δε μούκλεισαν τα μάτια, μον κλαίω στενάζω, τις πολλές τις πίκρες μου αναδέβω, κι' όξω κυλιούμαι στα σβουνιά μες στης αβλής το γύρο. 640 Τώρα να κι' έφαγα ψωμί και μούβρεξε τα χείλια λίγο κρασάκι· μα όμως πριν δεν είχα αγγίξει στάλα

Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνωνπου δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδεςμόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές.