United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην τους νησιώτας κατελύπησε το απρόοπτον πάθημα του μπάρμπα-Κώστα, όστις αφού έτυχεν εκεί των πρώτων περιποιήσεων και κατόπιν εν τω οικίσκω του, υπομείνας αφορήτους τωόντι πόνους, και τυχών συντονωτάτης ιατρικής περιθάλψεως, εκ μέρους των επιτρόπων, όμως έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πόνων ακόμη, ως είδομεν, και άνευ οδόντων πλέον. Εν τη καταπτώσει έχασε και τας δύο σειράς των οδόντων του.

Ο θρόνος, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, είναι των πόνων έπαθλον, ουκ επιθυμίας δώρον· δικαιοσύνης γέρας, ουκ αιτήσεως χάρισμα.

Είνε άξιον σημειώσεως, ότι ο Σαίξπηρ τας εν τη τραγωδία ταύτη εκτάκτως μεγαλοπρεπείς περιγραφάς θέτει εν αντιθέσει προς εικόνας υπερμέτρων πόνων και φρίκης, ίσως δε έπραξεν εν μέρει τούτο, ίνα δικαιολογήση την τρυφηλότητα του Μάρκου Αντωνίου, μεθ' ου ως επί το πολύ σχετίζονται αύται, ίσως δε, όπερ και πιθανώτερον, διά να διατηρήση ισορροπίαν τινά αισθήματος εν τω πνεύματι του αναγνώστου.

Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον. — Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.

Διατί, ω Πλήθων, εβαρυθύμησας εναντίον των θεών; Αγνοείς ότι η ευδαιμονία απαιτεί μακράν οδόν, και οι θνητοί διά πόνων και μόχθων βραβεύονται παρά των αθανάτων; Ιδού ότι οι θεοί σε προώρισαν εις έργον, όπερ δεν ήτο παρεσκευασμένον δι' άλλον θνητόν.

Τότε δε και εφάνη ότι ήτο φαλακρός, διότι ήτο ανάγκη να του βρέχουν οι ιατροί την κεφαλήν προς κατάπαυσιν των πόνων, πράγμα το οποίον δεν ήτο δυνατόν αν δεν αφήρει την φενάκην διά να παρουσιάζη γυμνήν την κεφαλήν. Τοιούτον υπήρξε το τέλος της κωμωδίας του Αλεξάνδρου και τοιαύτη του όλου δράματος η λύσις, ώστε να δύναται τις να υποθέση ότι ήτο θεία η τιμωρία, καίτοι εκ τύχης συνέβη.

Αλλ' ενώ ηύξανεν η Ιωάννα κατά το κάλλος και την σοφίαν, ο πατήρ αυτής καταβεβλημένος υπό των πόνων και της στερήσεως της συντρόφου ησθάνετο τας δυνάμεις καθ’ εκάστην ελαττουμένας.

Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζε διαφορά μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, της κοιλίας, των εντέρων κτλ. Τη βοηθεία όλων αυτών των μέσων, ολίγα κερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, με τον καιρόν, να κτίση την μικράν φωλεάν της. Αλλ' οι νεοσσοί είχαν αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν εις τα ξένα!

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνωνπου δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδεςμόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές.