United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.

Έλαβε τον άνθρωπον κατά μέρος, έβαλε τους δακτύλους εις τα ώτα αυτού, και έπτυσε, και έψαυσε την γλώσσαν του· και είτα ο Μάρκος μας λέγει ότι εστέναξε, και ύψωσεν άνω το όμμα, και είπεν: «Εφφαθά! Διανοίχθητι!» Κ' εδώ πάλιν δεν μας αποκαλύπτεται ποία ήσαν τα άμεσα αίτια τα οποία έθλιβον το πνεύμα Του.

Πνίγεται, σκοτώνεται, δε σε θέλει. Κ' είντα να τση κάμω; Ό,τι 'μπόρουνα τώκαμα. — Κιαμ' η αγουρίδα που μούλεγες; — Εθάρρουνα κ' εγώ, μα σαν έχη αράπικο ινάτι είντα θες να κάμω; Ο Μανώλης εστέναξε. — Κιαμ' εδά; είπε περίλυπος.

Ο άγνωστος εμειδίασε. — Μήπως ξεύρω κ' εγώ; είπε. — Δεν ειξεύρεις λοιπόν; Και όμως φαίνεσαι εν γνώσει των πραγμάτων. Τότε εφάνη ότι έκαμεν απόφασίν τινα. Η μορφή του έδειξε συγκίνησιν. Εστέναξε και μοι είπε·Δύναμαι να εύρω συνδρομήν εκ μέρους σου, ω γύναι; — Εξ όλης της ψυχής μου υπόσχομαι να σε συνδράμω, απήντησα εγώ. Αρκεί να είνε νόμιμος ο σκοπός σου.

Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του, εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν.

Όταν εφθάσαμεν οδηγούντες την κόρην σου εις το Ιερόν άλσος της Αρτέμιδος, της κόρης του Διός, και εις τους διανθείς λειμώνας, όπου ίστατο πυκνόν των Ελλήνων το στράτευμα, ευθύς πλήθος Αργείων αθρόον ήλθε προς ημάς, ο δε βασιλεύς Αγαμέμνων, μόλις παρετήρησε την κόρην του προχωρούσαν προς σφαγήν, εστέναξε, στρέψας δε την κεφαλήν προς τα οπίσω και καλύψας το πρόσωπον διά του μανδύου του, έκλαιε σφοδρώς.

Η Λιαλιώ εστέναξε βαθέως και είπεν: — Αχ! ναι! ... για να είμαι ειλικρινής μαζύ σου... Εκείνος που θελά με πάρη...και τον ήθελα κ' εγώ... είνε τώρα έξη χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη θάλασσα... Το καράβι επήγε σύψυχο... Αλλ' αν έχης έλεος, γιατί επιμένεις να μ' εξετάζης γι' αυτό;...

Αν με την ψυχή των βιβλίων ή με τη δική τους ψυχή θα έδιωχναν τον καταχτητή. Φτάνει να τον διώξουνε. Το είχε κ' εκείνη μεγάλο μαράζι. Τόσα χρόνια μέσα στην οικογένεια ρούφηξε στο αίμα της όλους τους πόθους και τα όνειρά της. Εστέναξε και δάκρυσε με τον άντρα της στα χρόνια της σκλαβιάς.

Εστέναξε και έμεινεν υπό τον σιδηρούν κλοιόν του ύπνου. Ότε μετά τινας ώρας ανηγέρθη, ανεπόλησε συγκεχυμένως τον θόρυβον, ον είχεν ακούσει εν τω ύπνω του, και επείσθη ότι δεν ήτο όνειρον. Βεβαίως απήγον την Αϊμάν εις τον τόπον τον προορισθέντα δι' αυτήν. Την πρωίαν έσπευσε να εύρη τον αγαθόν εκείνον στρατιώτην και έμαθε παρ' αυτού ότι τω όντι η Αϊμά είχεν αναχωρήσει μετά των απαγωγέων της.

Καίτοι δε οι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν ότι εγέλασεν, ενώ μας λέγουν ότι εστέναξε, και έκλαυσε, και εδάκρυσεν, αφ' ετέρου μας διηγούνται ότι, «Εν εκείνη τη ώρα ο Ιησούς ηγαλλιάσατο τω πνεύματι». Μη τούτο άπαξ μόνον συνέβη; ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'. Μεγάλα θαύματα του Ιησού