Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Όταν ανηγέρθη από τας πλάκας επώδυνα ο ιερεύς, δεν ηκούετο πλέον τίποτε από εκείνην την μελωδίαν, ήτις ολίγον κατ' ολίγον διελύθη και εχώνευσεν, ως διαλύεται το μοσχολίβανον. Απέμεινε δε μόνον εις την καρδίαν του γηραιού εφημερίου μία λεπτή ευωδία άρρητος, ως από νάρδου μυριστικής ασύλληπτος ευωδία.
Ανηγέρθη αμέσως, προτού ο Κ. Μελέτης προφθάση να στρέψη προς ημάς το φως του λύχνου του.
Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ' όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν. — Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε; Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν' αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας.
Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, — ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν της υπηρεσίας — επανηρώτησε: — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου; Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο Λαλεμήτρος. — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα.
Το σώμα της πτωχής Ιωάννας ετάφη μετά του τέκνου της εκεί όπου είχεν εκπνεύσει και επ' αυτού ανηγέρθη μαρμάρινον μνημείον κοσμούμενον δι' αγάλματος παριστώντος τίκτουσαν γυναίκα. Ο Φλώρος έγεινεν ερημίτης· οι δε ευσεβείς προσκυνηταί, ίνα μη μιαίνωσι τα σανδάλια των, πατούντες τα ίχνη της ιεροσύλου Παπίσσης, πορεύονται έκτοτε δι' άλλης οδού εις Λατεράνον.
Έλα λοιπόν γρήγορα, φίλτατε Μάχτο, και σε περιμένω νύκτα και ημέραν...... Τοιαύτην επιστολήν εσχεδίαζεν η Αϊμά. Πριν ή αποκοιμηθή, ανηγέρθη επί μίαν στιγμήν και έσβυσε τον λύχνον. Είχε συνειθίσει ήδη εις το σκότος. Είπε καθ' εαυτήν ότι δεν ηδύνατο να ίδη όνειρα, αν άφηνε τον λύχνον ανημμένον. Τέλος έκλεισε τους οφθαλμούς και εταλαντεύετο μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως.
Εστέναξε και έμεινεν υπό τον σιδηρούν κλοιόν του ύπνου. Ότε μετά τινας ώρας ανηγέρθη, ανεπόλησε συγκεχυμένως τον θόρυβον, ον είχεν ακούσει εν τω ύπνω του, και επείσθη ότι δεν ήτο όνειρον. Βεβαίως απήγον την Αϊμάν εις τον τόπον τον προορισθέντα δι' αυτήν. Την πρωίαν έσπευσε να εύρη τον αγαθόν εκείνον στρατιώτην και έμαθε παρ' αυτού ότι τω όντι η Αϊμά είχεν αναχωρήσει μετά των απαγωγέων της.
Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον: — Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν