Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος: — Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι;

Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν. Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.

Και όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον, οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν' αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη πολλάκις εις την Αμερικήν, όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος έλεγεν. Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος ήτο άρρωστος.

Ειδεμή αλλοίμονο σε μας· θα μας είχε καταπιεί η θάλασσα. Ο Λαλεμήτρος σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια και ο μπόγος γεμάτος κάθε βράδυ. Το μερδικό του δεν έλειπε απ' όλα τα καλά. Μα τα λόγια του κατέβαιναν σα φαρμάκι στην καρδιά της Ουρανίτσας. Όλη τη νύχτα τράκους και ξέρες ωνειρευότανε. Κι' ο Γιαννιός της επάλευε με το χάρο, θαλασσοπνιγότανε. Και ζητούσε βοήθεια.

Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν. — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο κούτσουρο είνε ο τυφλός. Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε. — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος.

Νά! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν κ' επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Νά! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο Λαλεμήτρος από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . . Και εδείκνυεν η γραία τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και η ιδία να πεισθή ότι δεν ηπατήθη.

Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον άγαλμα της απογνώσεως. — Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι γείτονες και οι παλαιοί πελάται. — Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία.

Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα, σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά- θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα τροφήν κ' εδυνάμωνα.

Αι πρωιναί αύραι, από των Ευβοϊκών βουνών και των Λοκρικών ακτών, συναντώμεναι επί του πλοίου, εδρόσιζον ηδέως μίαν των γλυκυτέρων ημερών του φθινοπώρου. — Δι' αυτό, ίσα-ίσα, το σφάλμα μου πολύ ετιμωρήθην, Θωμαή μου, είπεν αναστενάξας ο Λαλεμήτρος, με ύφος χριστιανού, διελθόντος ήδη τον κανόνα του πνευματικού του τον εξιλαστήριον. Και εξηκολούθησε τας διηγήσεις του.

Όρεξι να είχε να λέη ο ΓεροΛαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε. — Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο; — Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν