Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον κυβερνήτην του. — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την παραλίαν.

Διεμαρτύρετο προς τον θεόν, ο Λαλεμήτρος, ωσάν τον Ιωσήφ τον πάγκαλον, μη έχων κανένα προστάτην εν τω κόσμω εκείνω, κατά της αδίκου πλεκτάνης της γυναικός. Και περιφερόμενος έπειτα εις την προκυμαίαν της μεγαλοπόλεως εστέναζε βλέπων μακρόθεν την θέσιν εκείνην την επικερδή, την οποίαν κατείχε πλέον η Ιταλίς εκείνη η παρμένη. — Όλοι εδώ υπερασπίζουν της γυναίκες. Καϋμένη Ελλάδα!

Ουχ ήττον, από εντροπήν, εις τους ερωτώντας αυτήν έλεγε πάντοτε ότι είνε καλά ο Λαλεμήτρος και ότι έχει καλήν εργασίαν. Αλλ' υφίσταντο πλέον στερήσεις πολλάς και παντοίας αι δύο γυναίκες. Αι αφορίαι των ελαιών εξηκολούθουν και η Θωμαή ουδέν εισέπραττεν εκ των οφειλετών των παλαιών. Τότε ήρχισαν να στενοχωρώνται ακόμη περισσότερον, ήρχισαν να πένωνται.

Από όσα ήκουσεν από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την Θωμαήν του.

Και σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια. Η Ουρανίτσα κεντούσε απάνω στο πεζούλι της αλτάνας. — Πες μου, Καπετάν Λαλεμήτρο, σα δεν αναποδογυρίζουν τα καράβια, έχουνε άλλο φόβο στη θάλασσα; Ο Λαλεμήτρος έπαιρνε φωτιά. — Έχουνε, λέει; Αμ' δε βάζεις τους τράκους; Πού τους αφίνεις τους τράκους; Ο Θεός να φυλάη!

Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ; — Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ! Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.

Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής, καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού κεφαλήν, ως να το έλουε.

Πού καπετανέοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας. Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παληοί καπετανέοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχη κι' ο Γιαννιός ένα σαν κι' αυτόν, να ταξιδεύη στα σίγουρα. — Και αν μπατάρη το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι ανθρώποι; — Νάταν κι' άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκκαλάκι δε βρίσκεται.

Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.

Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον καφέ. — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος εχάθη, εις ναυάγιον.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν