United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της συζύγου του από της συγκινήσεως. Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη.

Εγένετο δύτης και αλιεύς αστακών, και είχε να κάμη πλέον με φανερούς εχθρούς, με τα κήτη τ'ανθρωποφάγα της αβύσσου, και ουχί με κρυφούς και δολίους, ως είνε οι άνθρωποι της γης. Έμαθε λοιπόν ο Λαλεμήτρος να είνε ευθύς και τολμηρός, άφοβος και αληθής. Και ως αλευροπώλης απέκτησε καλήν πελατείαν ταχέως εν τω χωρίω του.

Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη.

Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν του, άνευ ελπίδος να την επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το δεσμωτήριον, οπόθεν με πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη, φέρων μεν επ' ώμων την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον. — Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή!

Επανειλημμένως ήλθον διαταγαί εκ Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως ο Λαλεμήτρος εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του, επεσκέφθη τους ελαιώνας του χωρίου.

Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν. Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά: — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα ησυχάσω. Ο χειμών ήδη παρήλθεν.

Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή υπό των δανειστών του.

Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν: — Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα.

Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, καλέ, ζωντανό! Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο αδιάθετος ή ασθενής.

Τι κάνεις, θα πω, Θωμαή; Και απώθει προς τα οπίσω ακόμη την γυναίκα, μετ' ευλαβείας δεικνύων μακρόθεν τα ανθοστόλιστα του ξενοδοχείου προπύλαια, όπου ένθεν και ένθεν της εισόδου, επί πρασίνων εδράνων, εκάθητο μαυροφορεμένον, με κάτασπρα υποκάμισα, το πολυάριθμον υπηρετικόν. — Νά, εκεί-δα καθόντανε ο Λαλεμήτρος, εδείκνυε μετά σεβασμού ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, ομιλών με χθαμαλήν φωνήν.