United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως εκ του πατρός του δε πάλιν, είνε ανδρείος, άφοβος, ορμητικός, επινοητικώτατος δε, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής, αποβλέπων πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά και φιλοσοφών διά παντός του βίου.

Ούτω τα μεν θηκάρια Σορηδόν ερριμμένα Κρύπτουν την γην, τους βράχους· Ο δε σιδηροχάρμης Άφοβος Άρης, Κινεί την νήσον. Χίλια Πολέμου χάλκεα όργανα Βροντούν· εις τον αέρα Των ξίφων μύριαι γλώσσαι λάμπουν, κλονούνται. Μία βοή σηκόνεται, Μία μόνη επιθυμία, Και ωσάν ακτίνα ουράνιος, Ως φλόγα ες δάση ευάνεμα Καίει τας καρδίας.

Λοιπόν δεν μας σώζει αυτός ο φόβος και εις πολλά άλλα και δεν μας προετοιμάζει την νίκην και σωτηρίαν εις τον πόλεμον τόσον υπερβολικά, όσον κανέν άλλο; Επομένως δύο είναι τα προπαρασκευάζοντα την νίκην, το θάρρος μεν εμπρός εις τους εχθρούς, ο φόβος δε εμπρός εις τους φίλους διά την άνανδρον καταισχύνην. Αυτό είναι αληθές. Επομένως οφείλει έκαστος από ημάς να γίνεται, άφοβος και περίτρομος.

Συμφωνούν δε με αυτά και αι τιμαί αι διδόμεναι εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα και ακόμη και εις τας μοναρχίας. Κυριολεκτικώς λοιπόν ημπορεί να ονομασθή ανδρείος, όστις είναι άφοβος ως προς τον ένδοξον θάνατον, και εις άλλα, όσα είναι μεν ελαφρότερα, ημπορούν όμως να επιφέρουν θάνατον. Τοιαύτα δε είναι προ πάντων τα συμβαίνοντα εις τον πόλεμον.

Ατέλειωτες και μανιασμένες φουρτούνες αφρίζανε γύρω του, κ' εκείνος άφοβος κι ατάραχος κανόνιζε, καθοδηγούσε, και κυβερνούσε το έθνος του. Μεγαλοδύναμος κι ακαταπόνετος νους· θέληση σιδερένια· μεγαλοψυχία και πίστη ακλόνιστη. Με τέτοια αρματωσιά ποιος Αρειανισμός και ποιος Εθνισμός να του αντισταθή! Κατάντησε η δύναμη του παγκόσμια δύναμη.

Ως εκ της φύσεως του πατρός πάλιν αποβλέπει πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά, ανδρείος ων και άφοβος και ορμητικός, θηρευτής δεινός, πάντοτε κάτι μηχανευόμενος, και γνώσεως επιθυμητής, ευκολομάθητος δε, φιλοσοφών διά παντός του βίου, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής.

Άφοβος έτσι λαμβάνω ό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχος ίσως και να ’κανα πολλά αθέλητά μου. Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαν να προτιμώ απ’ την άνοιαστη την εξουσίαν; Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω, απ’ όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα. Τώρα όλ’ η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουν σ’ εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου. Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν.

Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον ΧριστόΆλλως ήτο άφοβος γυνή.

Εκείνοι τον εδελέαζον με το «Ραββί» και «αληθής» και «αμερόληπτος» και «άφοβος». Εκείνος τους κεραυνώνει με μίαν μόνην λέξιν αγανακτήσεως. «Υ π ο κ ρ ι τ α ί!» Η λέξις αύτη πρέπει να τους εξήγαγεν εκ της απάτης. «Τι με πειράζεται υποκριταί; Επιδείξατέ Μοι το νόμισμα του κήνσου». Ενώ ο λαός ίστατο θαυμάζων και σιωπών έφερον προς αυτόν έν δινάριον και το έβαλαν εις την χείραν Του.

Μικρά ήτον η βάρκα, αλλ' ήτον άφοβος ο κυρ Σταμάτης· με απλωμένα τα πανιά της ωρμούσετο πέλαγος δια να πιάνη με τ' αγκίστρια του τα μεγάλα εκείνα ψάρια, τα οποία ακριβοπληρώνουν οι πλούσιοι, όταν τα ευρίσκουν εις την αγοράν.