United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αφέντης, είπα, έχει τόπο απέραντο· δε θα φτωχύνη με μια λουριδίτσα. Έπειτα, αφέντη μ' και το χτήμα μου δικός σου τόπος δεν είνε; Η καλωσύνη σου μου τόδωκε· μπορείς και να το πάρης πίσω σα θελήσης. — Ναι, σα θελήσω, ορέ! είπε φουσκώνοντας ο Χαγάνος. Και θα σ' το πάρω πίσω· να το ξέρης πως θα σ' το πάρω! Όχι· δε θα σας αφήσω να μου σηκώσετε κεφάλι.

Σωκράτης. Και όμως είναι φόβος να μην επιτρέψη ο λόγος ούτε το έν ούτε το άλλο. Αλλά τι να γίνη, βεβαίως κανείς πρέπει να το πάρη απόφασιν, και τι πειράζει αν αποφασίσωμεν να γίνωμεν ξετσίπωτοι; Θεαίτητος. Πώς; Σωκράτης. Εάν θελήσω μεν να ειπούμεν ποίου είδους είναι η επιστήμη. Θεαίτητος. Και διατί αυτό να είναι ξετσίπωμα; Σωκράτης.

Τι είναι τόση βία; Δεν ήλθε καν να μου το ‘πή ο άνδρας που με θέλει, κι' αμέσως στεφανώματα! Παρακαλώ, μητέρα, ειπέ το ‘ς τον πατέρα μου· δεν θέλω από τώρα να 'πανδρευθώ. Και αν ποτέ θελήσω, παίρνω όρκον πως προτιμώ χίλιαις φοραίς να πάρω τον Ρωμαίον, που 'ξεύρεις πόσον τον μισώ, παρά ποτέ τον Πάρην! Χαρά ‘ς το! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, που έρχεται ο ίδιος εδώ πέρα.

Επάνω σου να πέσουν οι πεθαμένοι!» «Μου φαίνεται πως εσύ είσαι εκείνη που έκανε μάγια στον ντον Πρέντου.» «Εάν το θελήσω, παντρεύομαι ακόμη και τον ντον Πρέντου», είπε η Γκριζέντα, ανασηκώνοντας με έπαρση το τραγικό και παιδικό συνάμα πρόσωπό της, «όμως έχω άλλα στο μυαλό μου εγώ!» Η Νατόλια την κοίταζε και την λυπόταν.

Οσάκις ηρωτάτο δι' ελπίδας και πόθους και κληρονομιάς, ανέβαλλε πάντοτε να δώση οριστικήν απάντησιν και έλεγεν ότι όλα αυτά θα γίνουν όταν θελήσω εγώ και ο Αλέξανδρος ο προφήτης μου δεηθή και ευχηθή διά σας. Είχε δε ορισθή και τιμή δι' έκαστον χρησμόν δραχμή μία και δύο οβολοί.

Μα κι αν θελήσω μια φορά στην πόλι πρώτος να φανώ, όλ' οι κατώτεροι από εμέ θα με μισήσουν, όλοι, γιατ' ό,τι νοιώθουν πειο τρανό, πολλή τους φέρνει λύπη. Μα κ' οι πολίτες οι καλοί, που γνώσι μπορεί νάχουν, και όμως από την αρχή γυρεύουνε ν' απέχουν, μαζύ μου θα γελάσουνε, και θα με ειπούν τρελλό, που σε μια πόλι ανήσυχη, γεμάτην από φόβους, εγώ την ησυχία μου δεν είχα προτιμήση.

Αλλά δεν μου λες, ποία ήτο αυτή η απολιθώνουσα Μέδουσα και από πού ήτο διά να μάθω και εγώ; διότι δεν πιστεύω να θέλης μόνον διά τον εαυτόν σου το θέαμα και να ζηλοτυπήσης εάν και εγώ θελήσω να απολιθωθώ μαζή σου. ΛΥΚ. Πρέπει να ξέρης ότι και μακρόθεν αν την ατενίσης, θα σε καταστήση πλέον ακίνητον και άλαλον από τα αγάλματα.

Στα χέρια μου σ' αυτό το δεσμωτήριο δεμένο να σ' αφίσω είνε, ή τώρα που η Θεσσαλονίκη κοιμάται σκοτεινή, να κάνω την πειο φωτεινή να λάμψη αύριο για σένα μέρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέγω πέρα ως πέρα, οι λεγεώνες του Ιλλυρικού είνε δικοί μου. Στην προσταγή μου ο Στρατηγός των ο Μαξέντιος, πούνε τρελλός για μένα, θα ξαμολύση τα δασκαλεμένα πλήθη των οπλιτών. Φτάνει να το θελήσω.

Άφοβος έτσι λαμβάνω ό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχος ίσως και να ’κανα πολλά αθέλητά μου. Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαν να προτιμώ απ’ την άνοιαστη την εξουσίαν; Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω, απ’ όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα. Τώρα όλ’ η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουν σ’ εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου. Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν.

Βλέπεις, καλέ μου σύντροφε; Πήγαινε να οπλισθής και συ. ΕΡΩΣ. Ευθύς, στρατηγέ. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είναι καλά κουμπωμένη; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Περίφημα, περίφημα. Καταιγίς θα πέση επί της κεφαλής εκείνου όστις θα... την ξεκουμπώση πριν εγώ θελήσω να την εκδυθώ διά να αναπαυθώ. Μπερδεύονται τα δάκτυλά σου, Έρως, η βασίλισσα μου είναι επιδεξιώτερος υπασπιστής από σε. Σπεύσε.