United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί η ωραία Γερακίτσα ανέπτυξεν όλα τα συμπαθητικά ένστικτα της ευγενείας, συνηθίσασα να ενδύηται ευπρεπώς και κομψώςμε γούστοκαι να εκτελή όλας τας οικιακάς εργασίας, μετά λεπτότητος και χιονώδους καθαρότητος, θαυμαστής τωόντι, ώστε ο γέρων πλοίαρχος, — κολακεύων τας διαθέσεις της, έλεγε πολλάκις. — Εσύ, Γερακίτσα ή να πάρης πλούσιον ή να μη 'πανδρευθής διόλου. Τακούς;

Μα εδά, σαν και μούδωκες αφορμή, σου το λέω μια για πάντα· να μην ξαναβγή απού το στόμα σου τόνομα τσ' αδερφής μου και να μην ξαναπατήσης σπίτι μας. — Έλα δα, μα δε θα τη φάω την αδερφή σου! είπεν ο Μανώλης με κίνημα αγανακτήσεως. — Εκείνο που σου λέω 'γώ! είπεν ο Στρατής τρέμων εξ οργής. Σα σου τη δώση ο κύρης μου να την πάρης και να την λουστής.

Τα παιδιά του τώχουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια. Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του. — Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρης καμμιά κοπέλλα! Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Κοπέλλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος!....

ΜΕΝ. Από 'κείνον που δεν έχει δεν μπορείς να πάρης τίποτε. ΧΑΡ. Και υπάρχει κανείς που να μην έχη ένα οβολόν; ΜΕΝ. Δεν ειξέρω τι έχουν οι άλλοι, εγώ ξέρω ότι δεν έχω. ΧΑΡ. Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, βρωμόσκυλον, αν δεν με πληρώσης. ΜΕΝ. Κ' εγώ θα σου σπάσω το κεφάλι με το ξύλο. ΧΑΡ. Ώστε δωρεάν έκαμες τόσο ταξείδι; ΜΕΝ. Θα σε πληρώση για μένα ο Ερμής, ο οποίος με παρέδωκε σε σένα.

Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε• «Δεν έχω εγώτα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε, 'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναιόλα η τάξι• 310 και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει, την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου, κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι, αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315 δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας. και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω αύριο και θα 'σαι τότε συτον ύπνο βυθισμένος, και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσηςτην γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320 και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι, 'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν, οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο. και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325 μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα. τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν, και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».

Και τότε ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης «Έχτορα, αφού με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια... Πάντα η καρδιά σου 'ναι σκληρή σαν το μπαλτά όταν σκίζει 60 λέφκας κορμό, και την ορμή πληθαίνει του τεχνίτη που καραβόξυλο όμορφα την πελεκάει να φτιάσει· έτσι καρδιά άσπλαχνη κι' εσύ έχεις στα στήθια μέσα.

Μα σ' όλο το ύστερο εσύ μούδε το Θωμά, μούδε το Στρατή θα στεφανωθής. Εσύ την Πηγή θα πάρης, απού 'ν' ένα κομμάτι μάλαμα η καϋμένη και θα πας να κάτσης στο σπιτάκι σου και μούδ' οχλούς, μούδ' ανακατώματα. — Να πούμε και τάλλο· το χατήρι του θα του κάμης εσύ, παιδί μου, είπεν η Ρηγινιώ, να παραιτήσης την Πηγή, για να τήνε δώση του Τερερέ; Στο πείσμα του και συ πρέπει να μη σύρης χέρα, να σκάση!

Κι' ο Πάρης τότε απάντησε και της Λενιός της είπε «Γυναίκα, μη με κατεχάς με τα πικρά σου λόγια. Τι τώρα με την Αθήνα με νίκησε ο Μενέλας, μα άλλοτε αφτόν κι' εγώ.

Ελαβώθη η καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την γυναίκα σου· χώρισέ την και στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω από τα πλούτη, που σου τάσσω να δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από το παλάτι μου, που είναι πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον τόπον της γυναικός σου.

«Κάνε γρήγωρα, σύντροφε, και γύρισε αμέσως εδώ. Αν αργήσης, δε θα με ξαναϊδής πεια. Πάρε προθεσμία σαράντα μέρες, και φέρε μου την Ιζόλδη την Ξανθή. Κρύψε την αναχώρησί σου από την αδερφή σου, ή πέσε ότι πας να ζητήσης κάποιο γιατρό. Θα πάρης το ωραίο μου καράβι. Πάρε μαζύ σου δυο πανιά, το ένα μαύρο το άλλο άσπρο.