Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Στα τυφλά μα δεν έσφαλε. Ο λάζος εχώνεψε μέσα στο αριστερό πλευρό του εχθρού. Πορφυρή φούσκα επήδησεν άξαφνα μέσα στο ξανθοπράσινο νερό σαν πορτοκάλι. Μα εκείνος άρπαξε σφιχτά την τρύπα, έκλεισε καλά την βαλβίδα και ο αέρας φουσκώνοντας το λάστιχο τον έβγαλε απάνω μπαλόνι. — Ά! συχτίρ! είπεν ο πατέρας σου· έλα τόρα να μου πάρης το μελάτι. Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνη το σφουγγάρι.
— Συλλογίσου τα λόγια μου και θα δης πως έχω δίκιο. — Καλά το 'πα 'γώ πως εβάρθηκες να με σκάσης απόψε, είπεν η Μαργή και με θυελλώδη ορμήν ερρίφθη εις μίαν γωνίαν, όπου, λαβούσα στάσιν Νιόβης, ήρχισεν εκ νέου να κλαίη. Η μητρική καρδία της χήρας συνεκινήθη. — Μα, θυγατέρα μου, δε σου 'πα δα και άρον άρον να τόνε πάρης!
Κατόπι τον Απόλοχο και Πείσαντρο, γενναίους του πρόκριτου Αντιμάχου γιους — π' αφτόν με δώρα ο Πάρης μπούκωσε απ' όλους πιο πολύ, με ζηλεφτό χρυσάφι, κι' αμπόδαε πίσω τη Λενιό τ' αντρός της ναν τη δώκουν — 125 αφτού του προεστού διο γιους τσακώνει ο Αγαμέμνος, διο σ' ένα αμάξι, πούστριψαν τ' αλόγατα να φύγουν. Μα πέσανε οχ τα χέρια τους τα στολισμένα γκέμια, και σκιάχτηκαν τα ζα.
Μα κι' αν απ' αυτούς κανείς πανδρευθή, μα ή και φίλος ή δικός του συγγενής, θα του βρέχουμ' όλη νύχτα, που μπορεί να προτιμήση και την Αίγυπτον ακόμα, παρά την κακή την κρίσι. Μα δεν πρέπει και ν' αργήσω στο σχολείο να περάσω και την θύρα να χτυπήσω. — Παιδί!... παιδί!... μωρέ παιδί!... ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τον Στρεψιάδη χαιρετώ! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κ' εγώ το ίδιο. Πρώτον μεν, να πάρης το σακκί αυτό.
Η Α' ΓΡΑΥΣ κατ' αρχάς διατίθεται να του ομιλήση, αλλά βλέπουσα τούτον γέροντα συγκρατείται. Α' ΓΡΑΥΣ Μίλα μ' αυτόν το γέρο συ, και τράβ' από δω πέρα. Και συ, ψυχή μου Αυλητή, να πάρης τη φλογέρα, κ' έλα να παίξης μουσικής κομμάτια διαλεγμένα, οπού να ήνε άξια για σένα και για μένα.
— Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.
Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα: — Είντα πήες τόσο πάνω, μωρέ μουλά; Τα πρωτεία θες να πάρης; Και δεν εσυλλογίστηκες πως δε θα σ' αφήσω να κάτσης στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είνε μπλειο στην Κρήτη: Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσωμε θες και δε θες.
— Θα μου πάρης τώρα δάσκαλον της ιππασίας; — Εγώ δεν σε φιλώ, πατέρα, λέγει ο Τηλέμαχος, διότι ξεύρω πως δεν σ' αρέσει να σε φιλούν· αλλά κύτταξε! το Παρίσι μου το θέλω. Και ο Περδικίδης εξέρχεται του οίκου, αφού ανήψε νέον σιγάρον, ενώ η μήτηρ του φωνεί προς αυτόν φιλοστόργως· — Μην αργήσης εις το γεύμα!
Να σου κι ο Κουρδουκέφαλος με το φουσάτο του· γιόμισαν οι ράχες· μπροστά τα κανόνια, πίσω ιππικόν του. — Δος μου το σπίτι να μη χυθή άδικα αίμα· μου ξαναλέγει. — Έλα ναν το πάρης τ' απαντώ, μολών λαβέ! — έτσι μίλαγαν οι πάποι μου.
Αχ, τι του έκαμεν ο αναθεματισμένος σταυρωτής!. . . — Ε, θα μου πάρης, παππού; εξηκολούθει ο μικρός. — Όχι! εβόησεν αίφνης, ορθωθείς εν απειλητική στάσει ο Χειμάρρας, ωσεί του έλεγον ν' απαρνηθή την θρησκείαν του. Αλλ' ευθύς κατέπεσεν άθυμος εις την θέσιν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν