United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ερώτησιν ήκουσαν οι Φαρισαίοι εν σιωπή, προκατειλημμένοι και ισχυρογνώμονες· αλλά στραφείς και πάλιν προς τον παραλυτικόν, ο Ιησούς είπεν αυτώ: «Έγειραι, άρον σου τον κράββατον, και περιπάτει». Πάραυτα η ρώμη επεδόθη εις το παράλυτον σώμα, η ειρήνη εις την καταβεβλημένην ψυχήν. Ο άνθρωπος ιάθη.

Αλλ' αφού, ευλογημένοι, η ιδέα σας δεν ήτον Να μας δώσετε αφ' όσα σας ζητώ το ένα τρίτον, Πώς εφέρατ' άρον άρον και εμέ στο Βερολίνο, Και μ' εκάματε να γράψω το υπόμνημα εκείνο, Που μου έβγαλε την πίστιν; . . . Α! μα, κύριοι, αυτά Σας το λέγω και εμπρός σας, πως δεν είνε χωρατά.

Συλλογίσου τα λόγια μου και θα δης πως έχω δίκιο. — Καλά το 'πα 'γώ πως εβάρθηκες να με σκάσης απόψε, είπεν η Μαργή και με θυελλώδη ορμήν ερρίφθη εις μίαν γωνίαν, όπου, λαβούσα στάσιν Νιόβης, ήρχισεν εκ νέου να κλαίη. Η μητρική καρδία της χήρας συνεκινήθη. — Μα, θυγατέρα μου, δε σου 'πα δα και άρον άρον να τόνε πάρης!

« Εμένα κάθε 'λίγο θα με ψάλλη όχι παπάς, αλλά Μητροπολίτης· κι' όποιος φορεί την μίτρα 'στο κεφάλι, είναι του Πλάστου άμεσος μεσίτης. « Όσο σε μνημονεύει πιο τρανός, τόσο και η ψυχή σου ελαφρόνει, και τόσο της Εδέμ ο ουρανός σιγά σιγά για σένα χαμηλόνει. «Σε ψάλλει Πατριάρχης;. . . ολοΐσα θα τρέξης εις τας χώρας των μακάρων, κι' αν προτιμάς εσύ την μαύρη πίσσα, οι άγγελοι σε πέρνουν άρον άρον.

«Τις ούτοςτον ηρώτησαν. Παρατηρήσατε την μοχθηρίαν των Ιουδαίων εκείνων· δεν τον ερωτώσι «τις ο ποιήσας σε υγιή», αλλά, «τις ο ειπών σοι, Άρον σου τον κράββατον και περιπάτειΤούτο είνε πολύ κακόν πρόσταγμα το οποίον σοι έδωκε. Δεν σηκώνουν κράββατον εν ημέρα Σαββάτου.

Προ του νοός μου κρατούσα φάρον μακρών αιώνων τον πέπλον άρον, επί Πηγάσου ανάγαγέ με παρά τας όχθας του Κηφισσού και μ' ένα κλάδον στεφάνωσέ με του καλλιδάφνιδος Παρνασσού. Από τα προπύλαια αυτά μπορεί κανείς να λάβη καθάρια ιδέα της όλης οικοδομής.

Και τώρα; Τώρα η θριαμβευτική καλλονή καθηρπάσθη, άρον άρον, από του εν τω ανοικτώ αέρι θρόνου της, και κατεκρημνίσθη εις τας σκοτεινάς λαγόνας του Λεβιαθάν, εις πνιγηράν τινα γωνίαν της Δαντείου Κολάσεως, όπου υφίσταται στρεβλωτικά Ιξίονος μαρτύρια υπό των εν τοις ιδίοις σπλάγχνοις ακαθάρτων πνευμάτων, και αγανακτεί, και απελπίζεται, και κλαίει, ουχί μετανοούσα διά τας αμαρτίας της, αλλά διότι αι σπασμωδικαί εκρήξεις, αι τραγικαί συστολαί και διαστολαί της μορφής αυτής, την κάμνουν να φαίνεται εις τον απέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής!

Κι αν δεν τόγραφε δάσκαλος, εκείνος τόκρινε, το στεφάνωνε ή ταφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. &Ένας& τους μονάχα έτυχε νάχη μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τονε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν.