Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
«Τις ούτος;» τον ηρώτησαν. Παρατηρήσατε την μοχθηρίαν των Ιουδαίων εκείνων· δεν τον ερωτώσι «τις ο ποιήσας σε υγιή», αλλά, «τις ο ειπών σοι, Άρον σου τον κράββατον και περιπάτει;» Τούτο είνε πολύ κακόν πρόσταγμα το οποίον σοι έδωκε. Δεν σηκώνουν κράββατον εν ημέρα Σαββάτου.
Πώς χαλνούν τη δημοτική; Τη χαλνούν, αφού της σηκώνουν τον κανονικό της τύπο, τη λέξη δρόμος, δρόμου , και παρατηρήστε, σας παρακαλώ, πως είναι αρχαία κ' η λέξη, αρχαίος κι ο τύπος. Τώρα όμως, αντίς αφτόνα, τι άλλον τύπο της μαθαίνουν της δημοτικής; Η οδός, της οδού . Νομίζετε ποτέ ο ελληνικός λαός, νομίζετε το ρωμαίικο να μάθη ποτέ να κλίνη η οδός, της οδού, αι οδοί, τας οδούς ; Αφτό ποτέ.
κι ενάντια σε κείνους να τη γυρίση που αφέντες μας τους έβαλε ο ουρανός, την έχθρα στην καρδιά να σου φυσήση σ' ό τι νόμος του κόσμου είναι τρανός. Λαέ, φθαρτά αγαθά μη σε δολώνουν, λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά όσα μονάχα τη ζωή σηκώνουν: τα έργα τα τρανά και δυνατά.
Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γάτων — και τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.
Εις άλλο μέρος του πίνακος άλλοι έρωτες παίζουν με τα όπλα του Αλεξάνδρου. Δύο εξ αυτών σηκώνουν την λόγχην αυτού, μιμούμενοι τους αχθοφόρους όταν μεταφέρουν βαρείαν δοκόν. Δύο άλλοι σύρουν έτερον ερωτιδέα εξηπλωμένον ως βασιλέα τάχα επί της ασπίδος, την οποίαν έλκουν από τας λαβάς.
Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.
Ο γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σαν να θέλη να χάψη τα πέλαγα. Τα δύο του παιδιά επάνω ανασκελωμένα, σηκώνουν τα μάτια με πόνο στον ουρανό, λέγεις και γυρεύουν το έλεος. Δίπλα ο ανεψιός με τη σαγώνα ξεκλειδωμένη μορφάζει απαίσια σαν να αισθάνεται ακόμη τον πόνο του.
Έτσι σαν είπαν δέηση κριθάρι πασπαλώντας, πρώτα σηκώνουν των βοδιών τις κεφαλές, τα σφάζουν, τα γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν 460 με σκέπη, και τα συγυρνάν μ' από παντού κομμάτια. Κι' απάνου ο γέρος τάκαιγε σε σκίζες περιχώντας ξανθό κρασί· κι' οι νιοι κοντά πεντόσουγλα κρατούσαν.
Σ' ένα άλλο νησί, μισοανεξάρτητο και προνομιούχο, θέλει να χώσει τη μούρη του πάρα πολύ ένας βεζύρης από την Πόλη, και οι κυβερνήτες του νησιού δεν τους αρέσει αυτό και σηκώνουν το νησί στο πόδι, γυρεύουνε βοήθεια από τους αδερφούς τους, από την Ελλάδα, και ζητούν ένωση κι αυτοί.
Κι' αφτοί όλοι αντάμα στ' άλογα το καμοτσί σηκώνουν και τα βαρούν, και σκούζοντας τους φώναζαν να τρέχουν με θάρρος, κι' όλα αβάσταχτα πετούσαν μες στον κάμπο πέρα απ' τα πλοία σαν αητοί, ενώ ως στα ύψη η σκόνη 355 κάτου απ' τα πόδια ανέβαινε σα σύγνεφο ή χαμψίνι, και με το χνώτο τ' αγεριού ανέμιζαν οι χαίτες. Κι' οι άμαξες μια αγγίζανε τη γης τη θνητοθρόφα, μια σηκωτές αρμένιζαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν