Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Έτσι είπε, μα δεν τούστρεγε ο γιος του Κρόνου ακόμα, Μον τα σφαχτάρια δέχτηκε και πλήθαινε τις πίκρες. 420 Έτσι σαν είπαν προσεφκή κριθάρι πασπαλώντας, πρώτα σηκώνουν του βοδιού την κεφαλή, το σφάζουν, το γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν με σκέπη, και τα συγιρνάν μ' από παντού κομμάτια Τότες σε σκίζες άφυλλες τα καίνε.

Ετραγάνισεν έν τεμάχιον χιόνος, έπειτα, διστάζων μεταξύ ενός τριβλίου κρέατος και ροδίνων κοσσύφων επροτίμησε το γλύκισμα με κολοκύνθην. Ο Ασιανός τον εθαύμαζεν. Η ευκολία εκείνη με την οποίαν κατεβρόχθιζε τα διάφορα εδέσματα εσήμαινεν ον εξαίσιον και από υψηλόν αίμα. Έφερον νεφρά ταύρου, μυοξούς, αηδόνας, περικόμματα κρέατος εντός φύλλων αμπέλου. Οι ιερείς εφιλονείκουν περί της Αναστάσεως.

Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι. Διαμάντι, ναι.

Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65 ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70

Έτσι σαν είπαν δέηση κριθάρι πασπαλώντας, πρώτα σηκώνουν των βοδιών τις κεφαλές, τα σφάζουν, τα γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν 460 με σκέπη, και τα συγυρνάν μ' από παντού κομμάτια. Κι' απάνου ο γέρος τάκαιγε σε σκίζες περιχώντας ξανθό κρασί· κι' οι νιοι κοντά πεντόσουγλα κρατούσαν.

Έπειτα έκοψε τη γλώσσα, το ρύγχος, τα νεφρά, την καρδιά, και τάλλα εντόσθια. Κυνηγοί και οδηγοί των λαγωνικών, σκυμμένοι γύρω του, τον κύτταζαν, γοητευμένοι. «Φίλε, είπεν ο αρχικυνηγός, αυτές η συνήθειες είναι ωραίες. Σε ποιον τόπο της έμαθες; Πέσε μας την πατρίδα σου και τόνομά σου. — Ωραίε άρχοντα, με λένε Τριστάνο κι' αυτές της συνήθειες της έμαθα στην πατρίδα μου, στο Λοοννουά.

Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ' όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος. Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω κυρίω Παρδαλώ.

Διά τούτο η γειτόνισσα απήλθε κρατούσα τα νεφρά της από τον πόνον ακόμη, αλλ' ίσως από την θλίψιν ότι συνήντησεν εν τω οίκω του καπετάν-Θοδωρή τόσην χαράν, μεγαλειτέραν της παλαιάς, ην τοσάκις προσεπάθησε να μετριάση διά των θλιβερών παρατηρήσεών της. Πλην άλλη ήτο η χαρά η αληθής και μεγάλη του οίκου τούτου, η επακολουθήσασα μετά τα ανωτέρω συμβάντα, ένδειξις ευγενείας λεπτής των κατοίκων.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν