United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τραπεζιού περιγραφή, Τόσο έμπειρα σοφή, Άθρωπος να παραστήση, Βολετό ας μην ελπίση, Πόσα είδη φαγητά, Ή βρασμένα, ή ψητά, Ή αλλιώς μαγειρεμένα, Δεν αλησμονάς κανένα. Κρέας, ψάρι πλαστικό, Ζαχαράτο πορικό Λάχανο, γλυκό, σαλάτα, Πολυσύνθετα, μονάτα, Σ' όλα τέλιον αριθμό Με ψηλό λογαριασμό, Και με νου μεγάλο βάθος Καταστρόνεις δίχως λάθος.

Και εις το καράβι ως έφθασα κάτωτο περιγιάλι, όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά• και ο νους μας διόρθωσι δεν εύρισκεν• ήσαν νεκρά τα βώδια. τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν• εσερνόνταν τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, 395 ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους.

Μόλις ήρχισε να ροδοκοκκινίζη το ψητόν, μόλις ήρχισε να μυρίζη προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής, ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του, ήρχισε να κόπτη γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά, και διά της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν.

Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει από τον δείπνον, έφερεαυτούς ο χοιροτρόφος, 50 κ' εσώρευσεν ογλήγορατα κάνιστρα τον άρτο, και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. άπλωσαν 'κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55 ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου• «Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60 «Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης• και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65 εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω• πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».

Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65 ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70

Και όμως οσάκις αι γειτόνισσαικαι είνε τόσον περίεργοι αι γειτόνισσαι! — οσάκις την ανέκριναν να μάθουν τα μυστικά της, εκείνη με προσποιητήν χαράν έλεγεν. — Ας είνε καλά. Παντού επήγαμε. Ναι, επήγαμε παντού. Ας είνε καλά. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε ζιαφέτια. 'Σ τον Αηλιά τρεις φοραίς. Στην αγία Παρασκευή. 'Σ τον Τσουγκριά. Είχαμε ψητά, είχαμε βιολιά, χορούς, τραγούδια, κούνιαις.

Και αφού ανεκάτωσεν, ανεκάτωσε το ορύζιον κ' έφαγε δύο ή τρεις κουταλιές διά να το δοκιμάση, ήρχισε να κενώνη εις πλατέα βαθουλά πινάκια το πιλάφι, να κόπτη δε εις μεγάλα τεμάχια τα δύο ψητά, εξακολουθών εν τω μεταξύ να διπλοδοκιμάζη την γεύσιν των.

Όταν λέγομεν παρέγχυμα, εννοούμεν και τα δύο, λόγω της αμοιβαίας συμπαθείας που έχουν διά του vas breve του πυλωρού και πολλάκις των χοληδόχων πόρων. Σας διέταξε βέβαια να τρώτε ψητά; ΑΡΓΓΑΝ Όχι, μόνο βραστά. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Ε, ναι, ψητά, βραστά, το ίδιο κάνει. Σας νοσηλεύει με πολλή φρόνησι και θα ήταν αδύνατον να πέσετε σε καλύτερα χέρια.