United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».

Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή. Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλομια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.

Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, 'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 αυτούτην στάνη, ή θα του ειπήτην πόλι να περάση•