United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειδεμή σ' ορκίζουμαι στο θεό μου, αφού πάρω μαχαίρι κι αφού γεμίσω την κοιλιά μου φαγιά, θα σκοτωθώ εμπρός στου Δάφνη τη θύρα. Κ' εσύ δεν θα με ειπής πια Γναθωνάκι, όπως συνηθίζεις πάντα χωρατεύοντας.

Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέαςτο στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος τρικλίζονταςτην τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, οδύνην είχετην ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του με τα δυο πόδια, και άπλωσετα μάτια του μαυρίλα.

τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν· κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 250 χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν, τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναντους κρατήραις. ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια, τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων, μέσατα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· 255 και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν.

Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• και αυτούςτο θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, 'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.

Έκαναν γλέντι· εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασίρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο Κάτω Κόσμος.

Να ζήσουν τα παιδιά μας ! να ζήσουνε ! και με γιους ! . . . — Μακάρι Παναγιά μου, μακάρι· και σταρχοντόπουλά σας ! τους εύχονταν οι Μαλαματένιοι. Τρέχανε κ' οι δυο από παρέα σε παρέα, έπαιρναν κ' έδιναν ευκές, κουβαλούσαν φαγιά, κρασιά ό,τι ζήταγαν. Φρόντιζαν να μη φύγη παραπονεμένος κανείς. Ο γέρος κάπου κάπου τράβαγε και κανένα κρασάκι· η γριά θύμωνε και μουρμούριζε·

Κ' επειδή εκείνος ερωτούσε γιατί τα κάνει αυτά και τον επρόσταζε να του ειπή και του ορκιζόταν πως θα του κάνη τη χάρη, ο Γνάθωνας είπε: — Πάει, αφέντη, ο Γνάθωνάς σου· αυτός, που ίσαμε τώρα αγαπούσε μονάχα τα τραπέζια, που προτήτερα ορκιζότανε ότι τίποτε δεν είναι ομορφότερο από το παλιό κρασί, που από τα παιδιά της Μιτυλήνης θαρρούσε καλλίτερους τους μαγέρους σου· τώρα μονάχα ο Δάφνης μου φαίνεται πως είναι όμορφος· και μη δοκιμάζοντας πια τα πλούσια φαγιά σου, αν και κάθε μέρα ετοιμάζονται τόσα κρέατα, ψάρια, γλυκά, με χαρά μου θα γινόμουνα γίδα για να τρώω χορτάρι και φύλλα, ν' ακούω το σουραύλι του Δάφνη και να με βόσκη εκείνος· μα εσύ γλύτωσε τον Γνάθωνά σου και τον ανίκητο έρωτα καταπόνεσέ τον.

Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.

Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65 ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70

Προύμητα στο χώμα, με τα γόνατα και τους αγκώνες γυμνούς, παρακαλούσε τη Μαρία και τη Μαγδαληνή να του εμπνεύση σωτήριες προσευχές. Ευχήθηκε το «καλώς ωρίσατε» στους φρεσκοφερμένους, κ' ενώ ο Γκορνεβάλης έβαλε τάλογα στο σταύλο, πήρε τάρματα του Τριστάνου, έπειτα ετοίμασε το φαΐ. Δεν τους έδωσε πλούσια φαγιά, αλλά νερό της πηγής και κριθαρένιο ψωμί ζυμωμένο με στάχτη.