United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης, Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια, Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι, Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν, Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.

Σαυτά τα γράμματα χρωστώ μεγάλη χάρη, γιατί με την παρηγοριά και την ανακούφιση που μούδωκαν στις τρικυμίες κείνες της εφηβικής μου καρδιάς, με στήριξαν και με βοήθησαν να περάσω τον καιρό που μούμενε μέχρι των εξετάσεων και των θερινών διακοπών. Δε μπόρεσαν όμως να με βοηθήσουν και στα μαθήματα και τη χρονιά κείνη με δυσκολία τα κατάφερα να προβιβασθώ.

Νέος ήτο κ' έβραζε το αίμα του· και αν δεν κάνουν οι νέοι τρέλλες, ποιοι θα τις κάνουν, οι γέροι; Και το κάτω κάτω μήπως αυτές η τρέλλες της νεότητος δεν ήσαν το ωραιότερον μέρος της ζωής; Διά τούτο είχε και ένα άλλον δισταγμόν. Δεν ήθελε να βάλη τον Μανώλην τόσον γλίγωρα στα βάσανα της ζωής χωρίς να τον αφήση να χαρή και αυτός την νεότητά του ένα ή δύο έτη.

Ποιος ξέρει τι είν' οι αρετές; Όχι εσύ, ούτ' εγώ. Ούτε κανένας. Καλό είναι για τη ματαιοδοξία μας να σκοτώνουμε τον εγκληματία, γιατί, αν τον αφήναμε να ζήση, μπορεί να μας έδειχνε τι κερδίσαμε από το έγκλημά του. Καλό για την ησυχία του να πάη ο άγιος να μαρτυρήση. Του γίνεται η χάρη να μην ιδή το φρικτό θέαμα του θερισμού της σποράς του. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Γιλβέρτε, βγάζεις μια πολύ άσχημη νότα.

Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τονε βαραίν' η σκλαβιά· όσο μάλιστα τονε βαραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη.

Μα αφού τον πάει και στ' αρχηγού τον μπάσει την καλύβα, 155 έννια του, δεν τον σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει· τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μήτ' άσεβος, ν' αγγίξει άντρα που χάρη του ζητάει γονατιστός μπροστά τουΕίπε, κι' η Ίριδα η θεά κινά, η γοργή μηνήτρα.

Και οι άντρες τι σου λένε, θεέ μου. Δες τόρα. Με τι πόζα, με τι χάρη κάθουνται όλοι στις καρέκλες. Όλοι σχεδόν κρατούν στα χέρια τους απόνα κομβολόγι και τρικ, και τρακ και λιγόνουν τα ματάκια τους που με κοιτάζουν. Χα... χα., χα...! Δύο τρεις μάλιστα είνε και γκαντέ σήμερα.

Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Σωτηριάδης. Μα, θα μας πηαχ! το λένε κι άλλοι! — ο Ρωμιός, ό τι κι αν είτανε πρώτα, σήμερις κατάντησε νάχη σημασία κακή. Αφτό είναι αλήθεια. Δηλαδή, πιο σωστό να παρατηρήσουμε πως έχει κακή, μα πως έχει και καλή συνάμα· λόγου χάρη, τα καμώματα του κ. Σωτηριάδη, ρωμαίικα. Με κακή σημασία.

Όσο εμετρούσε το βιός εκείνος και το έβλεπεν αμέτρητο, τόσο εθλιβόταν που δεν ήξευρε τον κληρονόμο του. Όσο έβλεπεν εκείνη τα ρούχα της, σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα στολίδια της, τόσο εστέναζε που δεν είχε μια κόρη να τα χαρή και να τα ξανανιώση. Και όταν βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην κρεβάτα πόσοι πόθοι και τι καϋμοί σεμνοφτέρωτοι εγοργοπετούσαν γύρω στο πικραμένο το αντρόγυνο!